ΦΥΤΑ ΒΟΤΑΝΑ ΒΟΛΒΟΙ

Τα Ελγίνεια της ελληνικής χλωρίδας.

Η ιστορία των βοτάνων.

Χαμομήλι -Ματρικαρία το χαμαίμηλον -Matricaria chamomilla L

Δυόσμος - Ηδύοσμος ο πιπερώδης

Ανεμώνη, το λουλούδι των ανέμων. Οι ελληνικές ανεμώνες.

ΛΥΓΑΡΙΑ -ΚΑΝΑΠΙΤΣΑ

ΓΚΟΡΙΤΣΑ

Θυμάρι - Θύμος ο κοινός

ΘΡΟΥΜΠΙ

Ρίγανη - Ορίγανον το κοινόν

Μαντζουράνα-Ορίγανον το μάρον

Βασιλικός-Ώκυμο το βασιλικό

Δεντρολίβανο-Ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός

Φασκόμηλο-Ελελίσφακος ο φαρμακευτικός

ΚΑΠΑΡΗ - ΚΑΠΠΑΡΗ

Τσουκνίδα

Φλόμος

Τι είναι οι βολβοί.

Πολλαπλασιάζοντας γαρυφαλλιά μόνοι μας.

Καλλιέργεια και πολλαπλασιασμός αμυγδαλιάς.

Το ξύπνημα των σπόρων.

Πολλαπλασιασμός δέντρων με μοσχεύματα.

ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΑ ΔΕΝΔΡΑ.

Τα Ελγίνεια της ελληνικής χλωρίδας.

Ο «Αδωνις της Κυλλήνης» είναι μια σπάνια ανεμώνη που φυτρώνει στα ριζά των βράχων. Τα εντυπωσιακά κίτρινα άνθη της σχετίζονται με τον γοητευτικό μύθο του θνητού πανέμορφου νέου που σαγήνευσε τη θεά Αφροδίτη. Αν θελήσει κάποιος να δει από κοντά αυτό το πανέμορφο και σπάνιο φυτό της ελληνικής χλωρίδας, μάλλον θα δυσκολευτεί πολύ, καθώς για 130 χρόνια θεωρούνταν εξαφανισμένο και πριν από λίγο καιρό εντοπίστηκαν σε κάποια απρόσιτη πλευρά του Πελοποννησιακού βουνού ορισμένοι πληθυσμοί. Για ένα Δανό ή ένα Σουηδό, όμως, αρκεί μια βόλτα στον Βοτανικό Κήπο της Κοπεγχάγης ή του Γκέτενμποργκ, όπου ο Αδωνις της Κυλλήνης κοσμεί με την παρουσία του το τμήμα της ελληνικής χλωρίδας, κατέχοντας εξέχουσα θέση ανάμεσα σε δεκάδες άλλα είδη προερχόμενα από την ελληνική φύση.

Η περίπτωση του Αδωνι της Κυλλήνης, όπως και αυτή της Campanula incurva, ενός άλλου σπάνιου ενδημικού φυτού της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ελλάδας, αποτελούν δύο από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις των εκατοντάδων σπάνιων φυτών που αφαιρέθηκαν από ελληνικά βουνά τους τελευταίους τρεις αιώνες και για τα οποία ο Βοτανικός Βαλκανικός Κήπος των Κρουσίων (Ποντοκερασιά νομού Κιλκίς), ως επίσημος θεματοφύλακας της ελληνικής χλωρίδας, ξεκίνησε το τελευταίο διάστημα μια διεθνή εκστρατεία για την επιστροφή τους από τα ξένα.

Τα ενδημικά είδη φυτών της Ελλάδας (δεν φύονται πουθενά αλλού στον πλανήτη) ομορφαίνουν σήμερα βοτανικούς κήπους αρκετών ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, αλλά από τους αντίστοιχους ελληνικούς απουσιάζουν παντελώς. Αρκετά από αυτά έχουν εντοπιστεί από Ελληνες βοτανολόγους να πωλούνται ακόμη και από ιδιωτικά φυτώρια στους φανατικούς της κηπουρικής, ενώ στην ελληνική γη, εκεί όπου ανήκουν φυσικά, δεν υπάρχουν ή συναντώνται πλέον στα πιο απρόσιτα και δύσβατα μέρη.

Στη συνεδρίαση του ευρωπαϊκού οργάνου Planta Europa που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και θα συμμετέχουν εκπρόσωποι από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι υπεύθυνοι του Βαλκανικού Βοτανικού Κήπου Κρουσίων (ΒΒΚΚ) θα θέσουν το ζήτημα επαναπατρισμού των επαρκώς τεκμηριωμένων ελληνικών φυτών από βοτανικούς κήπους και ιδρύματα της Ευρώπης, επιχειρώντας να βάλουν τέλος στην «Οδύσσεια των Ελληνικών Φυτών», όπως έχουν τιτλοφορήσει την εργασία τους.

Επέστρεψαν εκατό σπάνια είδη

Αν και η διεκδίκηση των Ελλήνων επιστημόνων παραπέμπει σε αυτή των… ελγινείων μαρμάρων, η επιστροφή των ελληνικών ενδημικών φυτών δεν είναι αδύνατη. Το αντίθετο μάλιστα. Ηδη πειθαρχώντας στις διεθνείς συμβάσεις που καθορίζουν τέτοια ζητήματα ή ρυθμίζουν διαδικασίες ανταλλαγής φυτικού υλικού, τρεις ευρωπαϊκοί κήποι (του Παρισιού, της Κοπεγχάγης και του Βερολίνου), στους οποίους απευθύνθηκαν πριν από λίγο καιρό οι υπεύθυνοι του ΒΒΚΚ, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και απέστειλαν γενετικό υλικό για να αναγεννηθούν σπάνια ελληνικά φυτά.

Τα σπάνια ενδημικά φυτικά είδη που «ξενιτεύτηκαν βιαίως» εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 500 και από τη μέχρι τώρα προσπάθεια επαναπατρισμού έχουν επιστρέψει περίπου 100 «και με αυτά», όπως ανέφερε στην «Κ» η υπεύθυνη του ΒΒΚΚ – ερευνήτρια του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Ερευνας δρ Ελένη Μαλούπα, «ξεκινήσαμε τη δημιουργία ενός ξεχωριστού τμήματος επαναπατρισθέντων ειδών, ενώ σε δεύτερο χρόνο στοχεύουμε στην καλλωπιστική και φαρμακευτική ανάδειξή τους».

Το πώς, όμως, βρέθηκαν ελληνικά και βαλκανικά φυτά σε ευρωπαϊκούς βοτανικούς κήπους, δεν είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς.

«Η Ελλάδα και οι περισσότερες χώρες των Βαλκανίων», λέει η κ. Μαλούπα, «φιλοξενούν την πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα αυτοφυή χλωρίδα σε σύγκριση με άλλες παρόμοιας έκτασης περιοχές της Ευρώπης». Από το 1700 και έπειτα πολλοί διάσημοι βοτανολόγοι, φυτογεωγράφοι και ταξινόμοι φυτών από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και φυσικά την Αγγλία έχουν συλλέξει φυτά -μία ή και περισσότερες φορές- από διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Ελλάδας. Τα πιο διάσημα ονόματα στον χώρο έχουν περπατήσει στα ελληνικά βουνά και τα ονόματά τους έχουν δοθεί σε εκατοντάδες είδη φυτών.

Πρόβλημα οι ιδιωτικές συλλογές

Εντυπωσιασμένοι από τον πλούτο, την ομορφιά και τη σπανιότητα της ελληνικής και βαλκανικής χλωρίδας, πολλοί επιστήμονες και ιδιαίτερα οι σύγχρονοι έχουν εξαγάγει -πέρα από χιλιάδες αποξηραμένα φυτικά δείγματα- και ζωντανό αυτοφυές υλικό, κυρίως για επιστημονικούς σκοπούς. Σπάνια φυτά της Ελλάδας καλλιεργούνται και παρουσιάζονται πλέον σε αρκετούς βοτανικούς κήπους της Ευρώπης και σε διάφορα ερμπάρια (βοτανικά μουσεία), π.χ. Βερολίνο, Κοπεγχάγη, Κέιπριτζ, Γκέτενμποργκ, Λουντ, Παρίσι, Φλωρεντία, Ιέννα, Εδιμβούργο και αλλού.

Οι περισσότεροι φορείς αναγνωρίζουν ότι η συλλογή σπάνιων φυτικών ειδών αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια.

«Οι αυθαίρετες εξερευνητικές αποστολές βοτανικού ενδιαφέροντος, οι εξορμήσεις ιδιωτών, οι κίνδυνοι από φυσιοδίφες, ερασιτέχνες βοτανολόγους, κηπουρούς ή τους απλούς φυσιολάτρες που ξεριζώνουν φυτά για να τα συμπεριλάβουν ως ζωντανά φυτά στον κήπο τους ή ως δείγματα στην ιδιωτική τους συλλογή (προσωπικά ερμπάρια) είναι ενέργειες που αποδοκιμάζονται απερίφραστα από τη διεθνή κοινότητα», τονίζει ο ερευνητής – βιολόγος του Εργαστηρίου Συστηματικής Βοτανικής και Φυτογεωγραφίας του ΑΠΘ δρ Νίκος Κρίγκας.

«Εκτός αυτού, προσθέτει ο κ. Κρίγκας, πολλά σπάνια ενδημικά φυτά της Ελλάδας διατίθενται προς πώληση σε διάφορες αγορές, ενώ στην Ελλάδα είναι χαρακτηρισμένα ως απειλούμενα και δυσεύρετα». Για παράδειγμα, εύκολα μπορεί κανείς να αγοράσει από το Plant Finder της Royal Horticultural Society (1999-2000) χαρακτηρισμένα σπάνια ενδημικά είδη της ελληνικής γης που περιλαμβάνονται στο Red Data Βook of Rare and Threatened Plants της Ελλάδας, στα Παραρτήματα II και IV της οδηγίας 92/43 της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τους καταλόγους του WCMC (World Conservation Monitoring Centre).

Πωλούνται στη Μεγάλη Βρετανία

Συνολικά για 115 διαφορετικά σπάνια ενδημικά φυτά της Ελλάδας (>15% όλων των ενδημικών φυτών της Ελλάδας) έχουν διαπιστωθεί ένα ή περισσότερα σημεία πώλησής τους στη Μεγάλη Βρετανία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, σύμφωνα με τον κ. Κρίγκα, «είναι το ενδημικό φυτό της Κρήτης Origanum dictamus (δίκταμος) το ενδημικό της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ελλάδας Campanula incurva (είδος καμπανούλας) ή το τοπικό ενδημικό του Αγίου Ορους Helichrysum sibthorpii (είδος αμάραντου), το οποίο περιλαμβάνεται επιπλέον και στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης».

Αλλα παραδείγματα αφορούν ελληνικά ενδημικά όπως τα Abies cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτη), Campanula andewsii και Campanula garganica subsp. Cephalonica (είδη καμπανούλας) Crocus hadriaticus και Crocus cartwrightianus (είδη άγριων κρόκων) Fritillaria spetsiotica και Fritillaria thessala subsp. Ionica (είδη φριτιλλάριας), Ebenus cretica (Κρητικός έβενος ή πλουμί), Viola athois (Αθωνική βιόλα ή αγριοπανσές) κ.ά.

«Παρά τη ρητή διατύπωση της παραγράφου 15 της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity, Ρίο 1992) που αφορά την πρόσβαση στους φυτογενετικούς πόρους μιας χώρας, καμία επίσημη άδεια συλλογής φυτικού υλικού από το φυσικό περιβάλλον δεν έχει εκδοθεί από ελληνική αρχή και καμία επίσημη συμφωνία δεν έχει υπογραφεί ακόμη», υποστηρίζουν Ελληνες βοτανολόγοι.

«Δυστυχώς, η πρόσβαση στους φυτογενετικούς πόρους της Ελλάδας μοιάζει ελεύθερη σε όλους και η κατανομή των οφελών που προκύπτουν από την εμπορική εκμετάλλευσή τους από αλλοδαπούς φορείς και ιδιώτες δεν ελέγχεται ακόμη», τονίζει η υπεύθυνη του Βαλκανικού Κήπου.

«Ο ΒΒΚΚ», προσθέτει η κ. Μαλούπα, «απευθύνει το κάλεσμα προς όλους τους βοτανικούς κήπους και άλλους φορείς στοχεύοντας στον επαναπατρισμό επαρκώς τεκμηριωμένου φυτικού υλικού που έχει συλλεγεί από το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας ή και των Βαλκανίων και διατηρείται σήμερα εκτός τόπου σε άλλες χώρες πριν ή μετά την υπογραφή της Συνθήκης για τη Βιοποικιλότητα».

Ενας θησαυρός διεθνούς σημασίας

Στην Ελλάδα απαντά μια εξαιρετικά πλούσια και ξεχωριστή χλωρίδα (>5.700 αυτοφυή είδη), η οποία αναλογεί στο 45%-50% περίπου της ευρωπαϊκής χλωρίδας και στο 80% περίπου της βαλκανικής, ενώ 764 taxa (είδη και υποείδη) περιλαμβάνονται στις λίστες της IUNC (Ιnternational Union for the Conservation of Nature) και χαρακτηρίζονται ως σπάνια, ευάλωτα ή απειλούμενα ενδημικά φυτά της Ελλάδας. Τα σπανιότερα είδη εντοπίζονται κυρίως σε ορεινές περιοχές και σε νησιά. Στην Ελλάδα σε σχέση με την έκτασή της παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό ενδημισμού της Ευρώπης και της Μεσογείου. «Τα φυτά αυτά που εντοπίζονται αποκλειστικά στην Ελλάδα αποτελούν ένα θησαυρό διεθνούς σημασίας, η διατήρηση του οποίου θα ωφελήσει τις μελλοντικές γενεές όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου». Λόγω της σπανιότητάς τους πολλά ενδημικά της Ελλάδας κινδυνεύουν με εξαφάνιση εξαιτίας των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, μια μεγάλη απώλεια όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο», σημειώνεται σε ειδική έκθεση της Επιτροπής IUNC για τα Απειλούμενα Φυτά της Ελλάδας.

Οι σπάνιες ορχιδέες της Χίου

Οι ορχιδέες της Χίου θεωρούνται σήμερα περιζήτητες για τους ερασιτέχνες φυσιοδίφες και ιδιοκτήτες φυτωρίων. Στο νησί συναντώνται 76 από τα 250 είδη ορχιδέων της Ευρώπης. Η ομορφιά και η σπανιότητα των ορχιδέων της Χίου κάνουν εξειδικευμένα πρακτορεία του εξωτερικού να διοργανώνουν εκδρομές για τους φυσιολάτρες στο νησί, το κόστος των οποίων φτάνει έως τα 10.000 ευρώ κατ’ άτομο και περιηγήσεις στην ορεινή Χίο όπως στο Πελίνναιο Ορος για να δουν από κοντά τα σπάνια φυτά. Ξένοι και Ελληνες βοτανολόγοι ανέδειξαν την αξία της χλωρίδας της Χίου. Προσφάτως, ένας αλλοδαπός ερασιτέχνης – βοτανολόγος, προσεγγίζοντας γνωστό φυσιολάτρη της Χίου, του ζήτησε να του υποδείξει θέσεις όπου φυτρώνουν σπάνιες ορχιδέες. Ο Χιώτης φυσιολάτρης το έπραξε αλλά την επόμενη χρονιά αντιλήφθηκε ότι από τα σημεία είχαν αφαιρεθεί ρίζες πράγμα που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι o αλλοδαπός χρησιμοποίησε κρυφά GPS (Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών) για τον εντοπισμό τους, έτσι ώστε να μπορεί να οδηγηθεί ξανά με ακρίβεια -χωρίς συνοδεία ή άδεια- στις τοποθεσίες όπου φύονται οι σπάνιες ορχιδέες.

Η ιστορία των βοτάνων.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ
Η χρήση των φυτών για φαρμακευτικούς σκοπούς είναι τόσο παλιά όσο και ο πολιτισμός και η πρώτη γνωστή γραπτή αναφορά για θεραπευτικά φυτά έρχεται από τους Σουμέριους το 2200 π.Χ. Ο πατέρας της Ιατρικής, ο Έλληνας Ιπποκράτης κατέγραψε περίπου 400 είδη βοτάνων που η χρήση τους ήταν γνωστή κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και ο Διοσκουρίδης κατά τον πρώτο μ.Χ. αιώνα έγραψε μια βοτανική χρησιμοποιώντας 600 φυτά. Αυτό το έργο ήταν βάση για πολλές μεταγενέστερες βοτανικές έρευνες. Μια από τις πιο δημοφιλείς βοτανικές γράφτηκε από τον Culpeper το 17ο αιώνα.

Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα και του σκοταδισμού οι προλήψεις σε συνδυασμό με την άγνοια απέδωσαν μαγικές ιδιότητες στα φυτά, μερικές φορές για ασήμαντη αιτία, και ανέπτυξαν ιεροτελεστίες όπου μηχανορραφούσαν για συντηρήσουν το μυστήριο και την μαγεία.

Ο άνθρωπος ήταν επίσης πληροφορημένος, από την αρχή του πολιτισμού, για τα αποτελέσματα των αρωμάτων στο σώμα στο μυαλό και στα συναισθήματα. Τα λουλούδια χρησιμοποιούνταν για να προσελκύσουν αγάπη, φαγητό και προστασία. Τα αρωματικά φυτά χρησιμοποιούνταν για να γιατρέψουν το σώμα. Τα πιο ακριβά λουλούδια προσφέρονταν στους θεούς και στις θεές σαν θυσία, και η χρήση αρωματικών θυμιαμάτων έχει καταγραφεί από την αρχαιότητα.

Σε όλο τον κόσμο, από την αρχαιότητα μέχρι την σύγχρονη εποχή, διαφορετικές κουλτούρες έχουν ανακαλύψει πολλά κοινά σημεία όπως και ποικίλες χρήσεις για βότανα και αιθέρια έλαια. Οι μύθοι, οι θρύλοι, η παράδοση και η ιατρική αντικατοπτρίζουν αυτές τις γνώσεις.

Τα βότανα της Μεσογείου.

Η λεκάνη της Μεσογείου υπήρξε από τις σπουδαιότερες εστίες πολιτισμού, και ίσως γι’ αυτό τα φυτά της είχαν την τύχη να μελετηθούν και να αξιολογηθούν πολύ νωρίτερα απ’ ότι φυτά άλλων περιοχών του πλανήτη. Από την αρχαία Αίγυπτο ως την Μικρά Ασία και από τον Όμηρο ως τους
ΣΥΛΛΕΓΟΝΤΑΣ ΒΟΤΑΝΑ
αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους βρίσκουμε αναφορές στη μεσογειακή χλωρίδα και πλήθος στοιχείων που πολλές φορές ανακατεύουν την ιστορία με το μύθο, την ιατρική με την μαγεία, την φύση με την τέχνη.

Οι αρχαιότερες αναφορές σχετικά με τα φυτά (Βαβυλωνιακές πηγές, Παλαιά διαθήκη, Τα έργα του Ομήρου) που έχουν φτάσει ως εμάς μνημονεύουν τα φυτά κυρίως κάτω από το πρίσμα της χρησιμότητάς και της φαρμακευτικής χρήσης τους.

Κανείς δεν γνωρίζει πότε συλλέχθηκαν για πρώτη φορά βότανα, άγρια από την φύση, ή πότε καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά, ωστόσο αναφορές από τους αρχαίους Αιγυπτίους δείχνουν τα βότανα να συνιστούνται σαν φάρμακα και να χρησιμοποιούνται σαν φαγητό, σαν καλλυντικά, σαν αρώματα και σαν βαφές.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι εστιάζονταν περισσότερο στη σύγκριση των ζώων και των ανθρώπων από την μία πλευρά και των φυτών από την άλλη. Ο Εμπεδοκλής για παράδειγμα επέμενε στη θεωρία ότι τα φυτά έχουν ψυχή ενώ ο Αριστοτέλης τα κατατάσσει ανάμεσα στα έμψυχα και τα άψυχα.

Ο πατέρας της Ιατρικής, ο Έλληνας Ιπποκράτης επικεντρώθηκε στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών και κατέγραψε περίπου 400 είδη βοτάνων που η χρήση τους ήταν γνωστή κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.

Ο Θεόφραστος, ο σπουδαίος αυτός ερευνητής, ξεκινώντας μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο κατέγραψε σημαντικό αριθμό φυτών των χωρών γύρω από την ανατολική Μεσόγειο προτού συνεχίζει μέχρι τα ενδότερα της μέσης ανατολής.

Αργότερα, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους τα φυτά μελετούνται μόνο για την χρησιμότητά τους. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος με τις καταγραφές του και ο Διοσκουρίδης με τη βοτανική του θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον για την μελέτη των βοτάνων μέχρι σήμερα.

Όπως είναι αντιληπτό, η επιστήμη της βοτανικής γεννήθηκε στις μεσογειακές χώρες γι’ αυτό και τα βότανα της μεσογείου κατέχουν περίοπτη θέση στην ιστορία της βοτανικής.

Η περιοχή γύρω από τη Μεσόγειο θάλασσα, που αποτελείται από ένα τμήμα της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ήταν πάντα κοιτίδα πολιτισμού. Τα βότανα ταξίδεψαν από την Μεσόγειο στην Ανατολή και αντίστροφα. Από νωρίς το εμπόριο βοτάνων και μπαχαρικών δρομολογήθηκε από την Κίνα και την Ινδία δια μέσου της Αραβίας στις χερσονήσους της Μεσογείου θάλασσας, που έκανε την περιοχή σημαντικό σημείο πολιτισμού και εδεσματολογικής ανταλλαγής. Στο ζεστό μεσογειακό κλίμα, πολλά αρωματικά φυτά αναπτύσσονταν σε αφθονία, και στο πέρασμα των αιώνων ακόμη περισσότερο καθώς συστήνονταν από τους εμπορευόμενους, τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες από τα βάθη της Ανατολής. Για να εξυπηρετήσουμε καλύτερα τους σκοπούς αυτού του άρθρου θα θεωρήσουμε ότι βότανα και μπαχαρικά είναι το ίδιο πράγμα.

Τα ασιατικά μπαχαρικά έγιναν διάσημα στην Ευρώπη αρχικά τα Ελληνιστικά χρόνια. Αργότερα, οι εμπορικές συναλλαγές των μπαχαρικών άνθισαν στις τελευταίες μέρες της αρχαίας Ρώμης, περίπου διακόσια χρόνια πριν. Στο ξεκίνημα, το εμπόριο των μπαχαρικών ήταν στα χέρια των Αράβων. Το Apicius’ De re coquinaria είναι ένα από τα παλιότερα ευρωπαϊκά βιβλία μαγειρικής, στο οποίο απαριθμούνται μερικά τροπικά μπαχαρικά, εκ των οποίων το long pepper είχε την μεγαλύτερη εκτίμηση. Το μαύρο πιπέρι, οι σκελίδες και η κινέζικη κανέλα (cassia) ήταν εξέχουσας σημασίας επίσης. Το αινιγματικό μπαχαρικό silphion (με καταγωγή πιθανόν από τη βόρεια Αφρική) αφανίστηκε γύρω στο 100 π.Χ. και αντικαταστάθηκε από το asafetida (από την κεντρική Ασία). Η χρήση του ελαιόλαδου είναι διαρκές στοιχείο πολιτισμού στη Μεσόγειο, εδώ και πέντε χιλιετηρίδες.

Σήμερα, η μεσογειακή Ευρώπη κατά κύριο λόγο επανέρχεται στα εγχώρια ή εισαγόμενα βότανα. Ο βασιλικός (προερχόμενος κυρίως από τη νότια ή τη νοτιοανατολική Ασία) φυτρώνει άγριος σε όλη τη νότια Ευρώπη και χρησιμοποιείται ευρέως, ιδιαίτερα στην ιταλική κουζίνα. Το ίδιο ισχύει και για την ενδημική ρίγανη. Το σκόρδο εμφανίζεται πιο δημοφιλές απ’ ότι στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Τοπικά, το σαφράν χρησιμοποιείται στο ψάρι ή σε θαλασσινές σπεσιαλιτέ, αλλά η υψηλή τιμή αυτού του μπαχαρικού οριοθετεί τη χρήση του. Από περιοχή σε περιοχή, μερικά πιάτα απαιτούν μικρές ποσότητες από τσίλι, καυτερό έδεσμα, όμως δεν είναι καθιερωμένο.

Στην Μικρά Ασία και στη δυτική Ασία τα βότανα έπαψαν να είναι κυρίαρχα. Ο κορίανδρος και το κύμινο (που προέρχονται από την Περσία, αλλά φύονται κατά τόπους) είναι δημοφιλή και η χρήση δυνατών μπαχαρικών (κυρίως μαύρο πιπέρι και τσίλι) έγινε πιο συνηθισμένη. Οι καρποί του δέντρου σουμάκι (sumac) είναι βασικοί για την παρασκευή τάρτας και βρίσκουμε ξινές γεύσεις σε πολλά πιάτα από την Τουρκία μέχρι το Ισραήλ.

Στην βόρεια Αφρική, το τσίλι παίζει σημαντικό ρόλο σε διάφορα καυτερά στιφάδο και σάλτσες. Ο κορίανδρος και το κύμινο χρησιμοποιούνται επίσης κατά κόρον, αλλά και τα αφρικανικά μπαχαρικά (κόκκοι του παραδείσου) είναι επίσης συνηθισμένα. Από τα μπαχαρικά της τροπικής Ασίας, η κανέλα και οι σκελίδες έχουν τη μεγαλύτερη χρήση. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα μπορεί να εμφανιστούν σε μίγματα μπαχαρικών στο Μαρόκο (ras el hanout).

ΡΙΓΑΝΗ (ORIGANUM VULGARE)
Αν και μεγάλος αριθμός μπαχαρικών της Μεσογείου συζητήθηκε εδώ, η αναφορά τους δεν ήταν διεξοδική.
Υπάρχουν πολλά περισσότερα που βρίσκουν το δρόμο της κουζίνας ανάλογα με την περίσταση. Μερικές φορές μπορεί να είναι άγρια φυτά, συγγενείς των βοτάνων που αναφέρθηκαν εδώ, τα οποία συλλέχθηκαν από γνώστες, μέλη οικογενείας, επειδή το άρωμά τους εκτιμήθηκε ως ανώτερο από αυτό των εμπορικά καλλιεργούμενων. Αυτή η χρήση είναι συχνά τοπική και είναι δύσκολο να αναφερθούν σε βιβλία μαγειρικής. Αυτό συναντιέται ιδιαίτερα σε βότανα της οικογένειας της μέντας όπως για παράδειγμα το θυμάρι, η μαντζουράνα και ιδιαίτερα η ρίγανη.

Τα χειλανθή, η οικογένεια της μέντας (Lamiaceae ή Labiatae) είναι ιδιαίτερα γνωστή στη Μεσόγειο και και είναι επίσης μια πηγή βοτάνων που προέρχονται από εκεί. Ανάμεσά τους βρίσκονται το δεντρολίβανο (Rosmarinus officinalis,), το θυμάρι (Thymus vulgaris), η ρίγανη (Origanum vulgare), η ματζουράνα ( O. majorana) και το δίκταμο της Κρήτης (Origanum dictamnus).

Ο βασιλικός (Ocimum basilicum) είναι επίσης ευρέως διαδεδομένος. Η φασκομηλιά (Salvia officinalis) χρησιμοποιείται ακόμα από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι περισσότερες φασκομηλιές στην εποχή μας προέρχονται από την Γιουγκοσλαβία. και χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς σκοπούς.

Ο δυόσμος (Mentha spicata) και η μέντα (M. piperita) χρησιμοποιούνται ευρέως. Τα αιθέρια έλαια από από αυτά τα φυτά έχουν εξαιρετική αξία στον αρωματισμό χιλιάδων προϊόντων (οδοντόπαστες, τσίχλες κ.λπ.)

Η άλλη μεγάλη οικογένεια των μεσογειακών βοτάνων είναι τα σκιαδοφόρα (Apiaceae ή Umbelliferae). Σ’ αυτήν την ομάδα ανήκουν ο μαϊντανός (Petroselinum crispum), ο ανθρίσκος (Anthriscus cerefolium). Από το άνιθο (Anethum graveolens) και το κοριάνδρο (Coriandrum sativum) χρησιμοποιούνται ευρέως οι καρποί και τα φύλλα τους. Από το φοινόκιο ή μάραθο (Foeniculum vulgare), το κίμινο (Cuminum cyminum), και το γλυκάνισο (Pimpinella anisum), το σέλινο (Apium graveolens), και το κάρο (Carum carvi) χρησιμοποιούνται οι καρποί.

Άλλα βότανα από τη Μεσόγειο είναι τα εξής: Ανατολίτικο σινάπι (Brassica nigra και B. alba) οικ. Brassicaceae ή Cruciferae, εστραγκόν (Artemisia dracunculus) οικ. Asteraceae ή Compositae, η δάφνη ( Laurus nobilis) οικ. Lauraceae, η ζαφορά (Crocus sativus) οικ. Iridaceae. Η ζαφορά είναι το στίγμα του λουλουδιού του φυτού κρόκος και είναι ιδιαίτερα ακριβό προϊόν. Αυτά τα βότανα ήταν διαθέσιμα στην Ευρώπη πολύ καιρό πριν το εμπόριο με την Ασία γίνει σημαντικό.

ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ (ROSMARINUS OFFICINALIS)
Τα ακόλουθα θεωρούνται κατά κανόνα ντόπια μεσογειακά φυτά, όμως μερικά βρίσκονται σε ανοιχτή αμφισβήτηση όπως το κύμινο ή ακόμα η παρουσιαζόμενη «τυπικά μεσογειακή» ελιά. Ajwain (Trachyspermum ammi)
Γλυκάνισο (Pimpinella anisum)
Κορίανδρος (Coriandrum sativum)
Κύμινο (Cuminum cyminum)
Μάραθο (Foeniculum vulgare)
Ήσσωπος (Hyssopus officinalis)
Κάρδαμο (Lipidium sativum)
Λεβάντα (Lavandula angustifolia)
Μαχλέπι (Prunus mahaleb)
Μυρτιά (Myrtus communis)
Νιγκέλα (Nigella sativa)
Ρίγανη (Origanum vulgare)
Ελιά (Olea europea)
Ρόκα (Eruca sativa)
Δενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis)
Απήγανος (Ruta graveolens)
Φασκόμηλο (Salvia officinalis)
Ζαφορά (Crocus sativus)
Θρούμπι (Satureja hortensis)
Σουμάκι (Rhus coriaria)
Θυμάρι (Thymus vulgaris)
Άλλα ενδιαφέροντα μεσογειακά φυτά είναι τα εξής:

Το μαύρο λεβίστικο (Smyrnium olusatrum, οικ. Apiaceae) είναι παρόμοιο με το λεβίστικο και το σέλινο, και έχει αρωματικές ρίζες, φύλλα και καρπούς. Σήμερα, η μαγειρική σπουδαιότητα (σημασία) αυτού του βοτάνου είναι χαμηλή.

Η μαστίχα είναι μία ρητίνη που λαμβάνεται από το φυτό Pistacia lentiscus var. chia (οικ.Anacardiaceae), ένα δέντρο που αναπτύσσεται μόνο στο νησί της Χίου, στην ανατολική Ελλάδα, αν και συλλέγονται χαμηλότερες ποιότητες από συγγενικά είδη. Ήταν σημαντικό είδος στο μεσαίωνα (12ο-15ο αιώνα), αλλά τώρα χρησιμοποιείται κυρίως στην ελληνική κουζίνα.

Το βληχούνι ή φλισκούνι, (Mentha pulegium) (οικ. Lamiaceae), διαφέρει χαρακτηριστικά (αξιοσημείωτα) από την μαγειρική μέντα. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στην ρωμαϊκή κουζίνα. Παρά την ήπια τοξικότητά του είναι ένα παραδοσιακό βότανο στην Βρετανία.

Η καλαμίνθη ή αγριοδυόσμος, Calamintha nepeta, είναι ένα αρωματικό βότανο που χρησιμοποιείται στην περιφερειακή ιταλική κουζίνα (nepitella). Το άρωμά του θυμίζει τη σχέση του με βότανα της οικογένειας των χειλανθών, όπως το θυμάρι, τη μέντα ή τη ρίγανη.

Οι κουκουναρόσποροι (pignoli) είναι οι σπόροι που συλλέγονται από το μεσογειακό πεύκο (κουκουναριά) (Pinus pinea, οικ. Pinaceae/Pinales). Στην εύκρατη Ασία χρησιμοποιούνται επίσης συγγενή του πεύκου είδη. Έχουν μια υπέροχη αιθέρια-αρωματική γεύση και ιδιαίτερα σημαντικά στην ισπανική και την ιταλική κουζίνα, για παράδειγμα στα pesto.

Η αντράκλα ή γλυστρίδα (Portulaca oleracea, οικ. Portulacaceae/Caryophyllales) είναι ένα εποχιακό βότανο με πιθανή καταγωγή από τα Ιμαλάϊα, αλλά σήμερα έχει εγκλιματιστεί στην δυτική Ασία και στη νότια Ευρώπη. Αν και συχνά τρώγεται μαγειρεμένο σαν λαχανικό, τα ωμά φύλλα και κοτσάνια έχουν τραγανή υφή και μια αλατώδη φρέσκια γεύση που τα κάνει καλή γαρνιτούρα σε μεσογειακά κρύα πιάτα, όπως West Asian appetizers. Τα ανθισμένα μπουμπούκια είναι πιο γευστικά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν αντικαταστάτες της κάπαρης.

Το κρίταμο ή κρίτανο (Crithmum maritimum, οικ. Apiaceae) συναντάται κατά μήκος όλων των ακτών της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι τη Μαύρη θάλασσα Τα φύλλα είναι χυμώδη με αλμυρή αρωματική γεύση και έγινε στο παρελθόν δημοφιλές μυρωδικό για σαλάτες και τουρσιά, ήταν πιο διαδεδομένο στην Βρετανία και σήμερα είναι ακόμη διάσημο στη Μεσόγειο.

Η φαρμακευτική χρήση των βοτάνων.

Παραδοσιακά τα βότανα και τα φαρμακευτικά φυτά έχουν πολλούς τρόπους χρήσης. Οι τρόποι αυτοί παραμένουν οι ίδιοι μέχρι σήμερα εκτός από τις περιπτώσεις που ακολουθούν την οδό της φαρμακοβιομηχανίας στην οποία τα βότανα και τα φαρμακευτικά φυτά αποτελούν βασικά συστατικά για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων πιο πολύπλοκων και επιστημονικά πιο ελεγμένων.

Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με τους παραδοσιακούς τρόπους προετοιμασίας των βοτάνων κάνοντας σαφές από την αρχή ότι οι πληροφορίες αυτού του άρθρου καθώς και οι αναφορές στις φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών που αναφέρονται σ’ αυτή την ενότητα είναι καθαρά ενδεικτικές και δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ιατρική συμβουλή ή συνταγή.

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να γνωρίζετε ότι για να μπορέσετε να εκμεταλλευθείτε σωστά και ολοκληρωμένα τις ιδιότητες των βοτάνων και των φαρμακευτικών φυτών θα πρέπει αυτά να έχουν συλλεχθεί, αποξηρανθεί και αποθηκευθεί σωστά. Από την στιγμή που θα έρθουν στην κατοχή σας, πρέπει να φυλάσσονται σε δροσερό και σκιερό μέρος (ντουλάπι κουζίνας) και να καταναλώνονται σε εύλογο (έως 8 μήνες) χρονικό διάστημα.

Ας δούμε όμως ποιοι είναι οι γνωστότεροι τρόποι προετοιμασίας τους.

Έκχυση (Έκχυμα), δηλαδή εκχύλιση με νερό που βράζει (αφορά τα μαλακά και τρυφερά μέρη του φυτού (φύλλα, άνθη, σπόροι).

Τα εκχύματα είναι χρήσιμα όταν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τα δραστικά συστατικά ενός φυτού πλούσιου σε αρωματικά έλαια, ιδιαιτέρως αν χρησιμοποιείτε τα φύλλα ή τα πέταλα. Ένα έκχυμα, φτιάχνεται όπως ένα τσάι. Είναι η καλύτερη μέθοδος για να πάρουμε τις φαρμακευτικές ιδιότητες των ευαίσθητων μερών των φυτών, των λουλουδιών και των φύλλων τους. Μόλις αρχίσει να βράζει το νερό το κατεβάζουμε από τη φωτιά και ρίχνουμε μέσα την απαιτούμενη ποσότητα φρέσκων ή αποξηραμένων βοτάνων (ένα μέρος αποξηραμένου βοτάνου είναι ισοδύναμο με τρία μέρη φρέσκου). Το αφήνουμε 10 με 20 λεπτά και μετά σουρώνουμε και το χρησιμοποιούμε. Μπορούμε επίσης να ρίξουμε βραστό νερό πάνω στο βότανο, που το έχουμε σε μια τσαγιέρα καλά κλεισμένη για να μην εξατμιστούν τα αιθέρια έλαια τους και αφού περάσουν 10-20 λεπτά το φιλτράρουμε. Οι αναλογίες για ένα έγχυμα είναι από ένα μέχρι τρία κουταλάκια του γλυκού για ένα φλιτζάνι νερό. Αν χρειάζεστε μεγάλες ποσότητες από ένα έκχυμα, κρατήστε το απόθεμα σας σε ένα δοχείο ή μπουκάλι στο ψυγείο.

Το Βράσιμο (Αφέψημα), που αφορά τα σκληρότερα μέρη του φυτού (ρίζα, στέλεχος, σκληροί καρποί).

Όπως λέει και η λέξη θα πει αφήνω να ψηθεί. Κάντε ένα αφέψημα όταν το βότανο είναι σκληρό και ξυλώδες. Παίρνουμε το βότανο και το βράζουμε με νερό (συνήθως βράζουμε τα σκληρά τμήματα του φυτού, όπως είναι οι ρίζες, οι φλούδες, τα κοτσάνια, οι σπόροι). Εξασφαλίζεται έτσι ότι τα σκληρά τμήματα διασπώνται, οπότε τα δραστικά συστατικά εισέρχονται στο νερό σε διάλυμα. Αν είναι σκληρές ρίζες ή φλούδες πρέπει να τις βράσουμε 5 ως 10 λεπτά, για να μας δώσουν τις ευεργετικές τους ιδιότητες. Τεμαχίστε τα φρέσκα βότανα σε μικρά κομμάτια ή αλέστε τα αποξηραμένα συστατικά. Γενικά (για όποια βότανα δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες) ο χρόνος που τα βράζουμε εξαρτάται από την αντοχή των ιστών του φυτού στη θερμότητα. Βράζουμε 3 κουταλιές σε 2 φλιτζάνια νερό. Μόλις κατεβάζουμε το αφέψημα από τη φωτιά το σουρώνουμε αμέσως. Πρέπει να το πιούμε με δόσεις μέσα σε 12 ώρες γιατί μετά αλλοιώνεται και χάνει τη θεραπευτική του δύναμη.

Βάμμα (το φυτό και διάλυμα οινοπνεύματος)

Τα βάμματα, τα διατηρημένα μείγματα αλκοόλ, νερού και βοτάνων είναι πολύ συμπυκνωμένα, έτσι η απαιτούμενη ποσότητα θα είναι λιγότερη απ’ ό,τι στα εγχύματα και το αφεψήματα. Η αναλογία βοτάνου προς το υγρό είναι 1:5 (π.χ. 200 γραμμάρια βοτάνων προς 1 λίτρο υγρού). Μετρήστε την απαιτούμενη ποσότητα του βοτάνου που έχετε διαλέξει μέσα σε ένα σκούρο, με βιδωτό καπάκι δοχείο και σκεπαστέ το με κάποιο αλκοολούχο ποτό, όπως βότκα.

Κρατήστε το βάμμα ερμητικά κλειστό σε ένα ζεστό μέρος και ανακινείτε το μπουκάλι δύο φορές ημερησίως. Μετά από 14 μέρες, στραγγίστε το κατάλοιπο με ένα κομμάτι ύφασμα από μουσελίνα, στύβοντας το καλά. Αποθηκεύστε το σε πολύ καλά βουλωμένα σκουρόχρωμα μπουκάλια. Αν προτιμάτε να μην χρησιμοποιήσετε αλκοόλ, δοκιμάστε ξίδί μηλίτη. Τα βάμματα μπορούν να ληφθούν αδιάλυτα ή με νερό, να προστεθούν σε κομπρέσες ή ροφήματα ή να μπουν σε νερό του λουτρού. Ακόμη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή αλοιφών με την ανάμειξη τους με κερί μελισσών ή βούτυρο κακάο.

Κατάπλασμα (κομπρέσα)

Βοηθούν το σώμα να απορροφήσει τα χημικά συστατικά των βοτάνων μέσω του δέρματος. Για μια κομπρέσα, μουσκέψτε ένα καθαρό κομμάτι από λινό, γάζα ή βαμβάκι σε καυτό αφέψημα ή έκχυμα. Απλώστε το όσο πιο ζεστό γίνεται στην πάσχουσα περιοχή και αλλάξτε το μόλις κρυώσει. Για να φτιάξετε ένα κατάπλασμα, τυλίξτε τα ίδια τα βότανα με λεπτή γάζα ή επιθέστε τα απ’ ευθείας στο δέρμα. Αναμείξτε αποξηραμένα βότανα με νερό ή ξίδι μηλίτη για να φτιάξετε ένα ζεστό έκχυμα ή αφέψημα. Κρατήστε το κατάπλασμα ζεστό και αλλάξτε το όταν κρυώσει. Ένα μπουκάλι με ζεστό νερό τοποθετημένο πάνω στο κατάπλασμα συντελεί στη διατήρηση της θερμότητας για περισσότερο χρόνο.

Βεβαίως υπάρχουν αρκετά ακόμα παράγωγα βοτάνων και φαρμακευτικών φυτών, όπως λαδάκια, αλοιφές, σαμπουάν, κ.λ.π. αλλά σ’ αυτά οι κανόνες παρασκευής τους διαφέρουν από φυτό σε φυτό έτσι κι εμείς δεν θα αναφερθούμε εκτενέστερα.

Θα πρέπει όμως για άλλη μι αφορά να τονίσουμε την ανάγκη για προσεκτική χρήση των διαφόρων φυτών. Στην αρχαιότητα η διαφορά μεταξύ του ιάματος και του δηλητηρίου ήταν πολύ λεπτή. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν και τα δύο «φάρμακον» και η λαϊκή παράδοση ονομάζει το δηλητήριο «φαρμάκι». Από τότε μέχρι σήμερα οι πολλαπλές επιδράσεις των βοτάνων και συνεπακόλουθα των αφεψημάτων, όπως βέβαια και οι ιδιότητές τους, δεν έχουν αλλάξει.

Το σίγουρο είναι πάντως πως η φύση φρόντισε να μας προικίσει με όλα εκείνα που είναι απαραίτητα για την καλή διαβίωση και υγεία του ανθρώπου και εναπόκειται σε μας να τα διαχειριστούμε σωστά.

Αρωματικά φυτά και αρωματοθεραπεία

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει παγκόσμια ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα λεγόμενα «αρωματικά φυτά» και τις πολλαπλές χρήσεις τους. Παρατηρείται μια αυξημένη άλλωστε ζήτηση σε φυσικά προϊόντα που είναι συνυφασμένη με το σύνθημα «επιστροφή στη φύση». Έτσι η «αρωματοθεραπεία», η μέθοδος δηλαδή αξιοποίησης των αιθερίων ελαίων για τη βελτίωση της υγείας και της ομορφιάς, βρίσκεται στην ακμή της. Εντούτοις είναι μια πανάρχαια μέθοδος, η ιστορία της οποίας χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Η αρμονία άλλωστε της υγείας και της ομορφιάς αποτελούσε ζητούμενο για τον άνθρωπο κάθε εποχής.

«Αρωματικά φυτά» είναι γενικά τα φυτά από τα οποία με διάφορες μεθόδους λαμβάνονται αρωματικές ουσίες: τα αιθέρια έλαια. Όλες οι παραμεσόγειες χώρες, είναι εξαιρετικά πλούσιες σε αυτοφυή αρωματικά φυτά, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται και συστηματικά. Τα κυριότερα αρωματικά φυτά ανήκουν στις οικογένειες Labiatae (Χειλανθή), Umbelliferae (Σκιαδιοφόρα), Lauracae (Δαφνοειδή), Myrtacae (Μυρτώδη) και Compositae (Σύνθετα).

Τα «αιθέρια έλαια» είναι όπως δηλώνει το όνομα τους ελαιώδη, υγρά και πτητικά (δηλαδή εξατμίζονται γρήγορα). Απαντώνται σε διάφορα μέρη των φυτών (όπως άνθη, φύλλα, καρπό, βλαστούς, αδένες, αδενώδεις τρίχες, κορμό, ρίζες κλπ). Μπορεί κάποτε να βρίσκονται αιθέρια έλαια διαφορετικής σύστασης στο ίδιο ή άλλο μέρος του ιδίου φυτού. Σε κάθε ένα από τα αιθέρια έλαια, αξίζει να αναφερθεί ότι βρίσκονται μέχρι και 200 διαφορετικές χημικές ενώσεις!

Έτσι εξηγείται και η ποικιλία των ιδιοτήτων τους. Μπορούν να δρούν σαν καλλυντικά, αντισηπτικά, αντιμικροβιακά, τονωτικά, στυπτικά κλπ. Τα φυτά πρώτα συλλέγονται και ξηραίνονται. Μετά λαμβάνονται από αυτά τα αιθέρια έλαια, βασικά με τους εξής τρόπους:

Α) με απόσταξη (δηλαδή βρασμό των φυτικών τμημάτων σε νερό ή διαβίβαση υδρατμών μέσω ειδικών συσκευών στα φυτά).
Β) με έκθλιψη (δηλαδή σύνθλιψη του φλοιού με τρίψιμο μέσα σε κατάλληλο δοχείο, το οποίο φέρει αιχμηρές προεξοχές).
Γ) με εκχύλιση (με πτητικούς ή μη πτητικούς διαλύτες).

Η ιστορία της αρωματοθεραπείας αρχίζει με τις «πρωτόγονες φυλές», όπως μαρτυρούν και οι αποστακτήρες αλλά και τα μυροδοχεία και τα άλλα αρωματικής χρήσης σκεύη που έχουν έρθει στο φως με τις ανασκαφές. Οι Αιγύπτιοι όμως κατέγραψαν πρώτοι σε πάπυρους ότι χρησιμοποιούσαν τα έλαια για θεραπευτικούς σκοπούς και για βαλσάμωση διαφόρων ζώων αλλά και των ίδιων των Φαραώ. Εξ άλλου ο πολιτισμός τους είναι γνωστός για τους βοτανικούς κήπους στους οποίους καλλιεργούσαν κυρίως σπάνια φυτά προερχόμενα από την Ασία, τις Ινδίες και την Αραβία. Αλλά και οι αρχαίοι Κινέζοι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με τα μυστικά της αρωματοθεραπείας.

Οι γνώσεις αυτές πέρασαν στους Έλληνες και μετά στους Ρωμαίους. Στους Ελληνες κυρίως γιατρούς αποδίδεται η βελτίωση της αρωματοθεραπείας επιστημονικά, με κορυφαία την ίδρυση της περίφημης Ιατρικής Σχολής στην Κω από τον Ιπποκράτη, που θεωρείται και ο πατέρας της Ιατρικής. Στην αρχαία Ρώμη ο Γαληνός, προσωπικός γιατρός των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που θεωρείται και ο πατέρας της Φαρμακευτικής, ήταν φανατικός χρήστης της αρωματοθεραπείας. Αναφορές στην αρωματοθεραπεία συναντούμε και στη Βίβλο. Γύρω στον 8ο αιώνα μ.χ οι Άραβες βελτίωσαν σημαντικά τις μεθόδους λήψης των αιθερίων ελαίων και έφτιαξαν καινούργια ελιξήρια και φάρμακα.

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές πάντα, στο Μεσαίωνα παρατηρήθηκε σε επιδημίες λοιμωδών νόσων π.χ χολέρας και πανώλης ότι δεν προσβάλλονταν από τα νοσήματα αυτά οι παραγωγοί αιθερίων ελαίων. Κατά την Αναγέννηση όμως, λόγω των συνθετικών φαρμάκων που άρχισαν να φτιάχνονται, η αρωματοθεραπεία ξεχάστηκε. Το 19ο δε αιώνα, με την ανάπτυξη της Χημείας, εκτοπίστηκε εντελώς.

Αυτό όμως, που βασικά παρακίνησε τους επιστήμονες να ξαναασχοληθούν συστηματικά πλέον σε δεκάδες πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα με την αρωματοθεραπεία, ήταν τα εντυπωσιακά της αποτελέσματα στην περίθαλψη τραυματιών κατά τους δυο Παγκοσμίους Πολέμους. Συγκεκριμένα ο Γάλλος χημικός Rene Gattefosse κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου γιάτρεψε πρώτα μέσα σε αιθέριο έλαιο λεβάντας τα δικά του εγκαύματα και μετά συνέχισε να θεραπεύει και άλλες σοβαρές περιπτώσεις εγκαυμάτων, κατασκευάζοντας παράλληλα ένα ευρύ φάσμα θεραπευτικών ελαίων, πολλά από τα οποία είναι γνωστά μέχρι και σήμερα.

Γύρω στο 1940 η Marguerite Maury πειραματίστηκε με τη λεγόμενη «ολιστική» χρήση των αιθέριων ελαίων, με μεθόδους δηλαδή που αφορούν την υγεία ολόκληρου του σώματος. Έδωσε έτσι θεραπείες σε διάφορα άτομα με διάφορες ψυχικές και σωματικές «ανισορροπίες». Οι έρευνες της αυτές έθεσαν μεταξύ άλλων τη βάση για το λεγόμενο «μασσάζ» της αρωματοθεραπείας και τις σύγχρονες θεραπείες ομορφιάς του δέρματος.

Ας σημειωθεί ότι οι χρήσεις των αρωματικών φυτών είναι ανάλογες με τα αιθέρια έλαια που περιέχουν. Τα έλαια αυτά χρησιμοποιούνται σήμερα σε ευρεία κλίμακα από πολλές βιομηχανίες (αρωμάτων, σαπουνιών, καλλυντικών, τσιγάρων, τροφίμων κλπ), αλλά ενίοτε και σαν αρτύματα ή καρυκεύματα φαγητών όπως π.χ η δάφνη, η ρίγανη, το δενδρολίβανο κλπ. Οι εφαρμογές των ελαίων αυτών στο χώρο των καλλυντικών φαίνονται σήμερα να είναι απεριόριστες. Περιέχουν μεταξύ άλλων θρεπτικές ουσίες, δραστικά οξέα και βιταμίνες, που θεωρούνται ιδανικά για μασάζ και που επιβραδύνουν τη διαδικασία της γήρανσης. Είναι γνωστή άλλωστε η χρήση λίγων σταγόνων αιθερίου ελαίου π.χ λεβάντας ή γερανίου στο μπάνιο για τόνωση και για ξεκούραση. Οι σταγόνες των αιθερίων ελαίων χρησιμοποιούνται και για αρωματισμό του χώρου και για καθαρισμό της ατμόσφαιρας.

Οι θεραπευτικές τους ιδιότητες ήταν, όπως είπα, γνωστές από τα αρχαία χρόνια. Αλλά και σήμερα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, ιδίως στην Ευρώπη και την Αμερική, με πάμπολλους τρόπους: είτε για εξωτερική χρήση (αλοιφές, διαλύματα κλπ) με εντριβές, λουτρά και κομπρέσες, είτε για εσωτερική χρήση (σιρόπια, ροφήματα αφεψήματα, εγχύματα κλπ). Μερικά από αυτά παρουσιάζουν αντισηπτική δράση, μερικά δρουν σαν διεγερτικά της όρεξης, μερικά σαν καταπραϋντικά, άλλα σαν διουρητικά, εμμηναγωγά κλπ. Είναι σε γενικές γραμμές πολύ χρήσιμα στον άνθρωπο. Χρειάζεται όμως προσοχή: Τα αιθέρια έλαια για να έχουν καλά αποτελέσματα πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, να προέρχονται από υγιή φυτά και κυρίως να μην είναι νοθευμένα.

Τα τελευταία χρόνια ανθεί ιδίως στην Αμερική η λεγόμενη «εναλλακτική» Ιατρική, η οποία χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων και την αρωματοθεραπεία. Άλλες εναλλακτικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται συχνά είναι η χαλάρωση, το μασάζ, ο βελονισμός, η ομοιοπαθητική, η ρεφλεξολογία, η οστεοπαθολογία, η χειροπρακτική κλπ. Οι ασθενείς καταφεύγουν σε αυτές είτε για θεραπείες άγχους, νευρικότητας, κατάθλιψης κλπ, αλλά και από χρόνιους πόνους ημικρανιών, αρθρίτιδας, πλάτης κλπ. Είναι σίγουρα ένα νέο πεδίο δράσης το οποίο αξίζει να ερευνηθεί και να τύχει περισσότερης προσοχής και ενδιαφέροντος. Ευτυχώς η «ορθόδοξη» Ιατρική άρχισε να στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση.

Ας έχουμε όμως υπόψη ότι τα αιθέρια έλαια δεν είναι πανάκεια ούτε μπορούν να θεραπεύσουν όλες τις ασθένειες ούτε να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά τα συνθετικά φάρμακα. Γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου πρέπει να συνδυάζονται με τις άλλες μεθόδους θεραπείας. Έτσι θα υπάρχει μια αρμονία για καλύτερη, αμεσότερη και πιο δραστική αντιμετώπιση των παθήσεων.

Χαμομήλι -Ματρικαρία το χαμαίμηλον

Περιγραφή: Είναι φυτό μονοετές, ύψους μέχρι 35 εκατοστά. Έχει βλαστό λείο, πολύκλαδο, όρθιο. Τα φύλλα δις ή τρις φτεροσχιδή. Τα άνθη είναι σε ακραία κεφάλια, ασπροκίτρινα. Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργημένα μέρη σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Η άνθηση αρχίζει τον Απρίλιο και διαρκεί μέχρι και τον Ιούνιο.

Οι θεραπευτικές του ιδιότητες είναι γνωστές από την αρχαιότητα και βέβαια ο Ιπποκράτης το θεωρούσε θαυματουργό για πολλές περιπτώσεις. Από το φυτό συλλέγονται τα άνθη, όταν ανοίξουν καλά.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: εξαιρετικό καταπραϋντικό για το στομάχι και θαυμάσιο μαλακτικό, βοηθά στην αϋπνία, στον παροξυσμό άσθματος, στις νευραλγίες και στις ημικρανίες.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος: τα άνθη του γίνονται έγχυμα. Βάζουμε μία κουταλιά της σούπας χαμομήλι σε 150γρ. βραστό νερό και το αφήνουμε 15 λεπτά. Το σουρώνουμε και το πίνουμε με μέλι.

Εξωτερική: το έγχυμα (χωρίς μέλι) χρησιμοποιείται στο καθάρισμα μολυσμένων ματιών και πληγών του δέρματος.

Στο μπάνιο: βάζουμε 300γρ. χαμομήλι, ή διάφορα αρωματικά βότανα (δυόσμο, δενδρολίβανο, φασκόμηλο κ.λπ.), σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό και το αφήνουμε για 15 λεπτά. Σουρώνουμε και ρίχνουμε το έγχυμα στο νερό του μπάνιου. Ξεκουράζει και ηρεμεί από το στρες.

Προσοχή: η κατάχρηση της εσωτερικής χρήσης μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστες καταστάσεις, όπως ζαλάδες, αύξηση των καρδιακών παλμών, κεφαλαλγίες, αϋπνίες κ.λπ.

Δυόσμος – Ηδύοσμος ο πιπερώδης – Menta Viridis

Περιγραφή: Φυτό με βλαστούς και φύλλα πράσινα. Τα φύλλα είναι ωοειδή. Τα άνθη του είναι μικρά ρόδινα ή μωβ ανοιχτό. Βγαίνουν πολλά μαζί σε στάχεις στις κορυφές των βλαστών. Είδος πασίγνωστο στην Ελλάδα όπου καλλιεργείται στις αυλές και στους κήπους και χρησιμοποιείται στο φαγητό. Όταν το πιάσουμε βγάζει ωραίο ευχάριστο άρωμα. Υπάρχει παντού σαν καλλιεργούμενο και μαζεύεται όλο το χρόνο. Μπορούμε να τον έχουμε πάντα φρέσκο σε μια γλάστρα ή να τον ξεράνουμε και να τον φυλάξουμε σε ένα βάζο.

Στην αρχαιότητα τον χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή μύρου αλλά και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Ο Διοσκουρίδης, ο Ιπποκράτης και ο Πλίνιος το ανέφεραν συχνά ως φυτό με μεγάλη φαρμακευτική αξία και ωραιότατο άρωμα. Οι αρχαίοι Έλληνες έτριβαν το τραπέζι τους με δυόσμο, πριν καθίσουν να φάνε.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: είναι τονωτικό, χωνευτικό, καταπραϋντικό του στομάχου, αντισπασμωδικό, εναντίον του λόξιγκα, βοηθά στις ημικρανίες και στον πονόδοντο, αν μασήσουμε τα φύλλα. Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται επίσης στη μαγειρική (κεφτέδες, σάλτσες, ξίδια κ.λπ.).

Τρόπος παρασκευής ροφήματος: για αφέψημα βράζουμε λίγα λεπτά μερικά φύλλα σε ένα μπρίκι νερό, το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι.
Για έγχυμα βάζουμε ένα κουταλάκι του γλυκού σε ένα μπρίκι καυτό νερό και το αφήνουμε μισή ώρα.

Εξωτερική: ανακούφιση προσφέρουν τα φρέσκα φύλλα, αν τα τρίψουμε στις κλειδώσεις που πονάνε, καθώς και στο μέτωπο σε περιπτώσεις πονοκεφάλου. Σε αποστήματα βάζουμε σκόνη από τριμμένα φύλλα. Ο δυόσμος χρησιμοποιείται επίσης στη σαπωνοποιία, τη μυροποιία, τη ζαχαροπλαστική κ.λπ.

Αιθέριο έλαιο: δύο με τρεις σταγόνες ανακουφίζουν με εντριβή τους πόνους των ρευματισμών. Μερικές σταγόνες επίσης σε χλιαρό νερό γίνονται γαργάρα σε περιπτώσεις αμυγδαλίτιδας, ουλίτιδας και φλεγμονών του ρινοφάρυγγα.

Ανεμώνη, το λουλούδι των ανέμων.
Οι ελληνικές ανεμώνες.

Η ανεμώνη είναι ένα πολύ δημοφιλές ποώδες πολυετές φυτό που συνηθίζουμε να το καλλιεργούμε σαν μονοετές επειδή πολλαπλασιάζεται με κονδύλους.
Η διακοσμητική αξία της ανεμώνης ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στη χώρα μας, όπου το φυτό είχε συνδεθεί με τον μύθο της Αφροδίτης και του Άδωνη.

Το γένος της ανεμώνης περιλαμβάνει 120 είδη. Η πιο γνωστή ελληνική ποικιλία ανεμώνης είναι είναι η Anemone blanda, που βγάζει μικρά λουλούδια σε σχήμα μαργαρίτας στις αποχρώσεις του μπλε και ανθίζει πολύ νωρίς την άνοιξη.
Σίγουρα όμως η πιο διάσημη ποικιλία είναι η Anemone coronaria με μεγάλα σαν παπαρούνες λουλούδια σε χρώματα, λευκό, κόκκινο, μπλε, μωβ, ροζ και φουξ. Από αυτήν προήλθε και η ομάδα De Caen με τα μονά λουλούδια και οι παραλλαγές της που καλλιεργούνται για να παράγουν και κοπτόμενα άνθη, σαν αυτά τα πολύχρωμα δροσερά μπουκέτα που υπάρχουν κυρίως την άνοιξη στα ανθοπωλεία.
Μια επίσης διάσημη ομάδα είναι η St. Brigid που παράγει διπλά άνθη. Ωστόσο υπάρχουν πολλές ακόμα ποικιλίες ανεμώνης με μονά ή διπλά άνθη και διαφορές στο σχήμα, το χρώμα και το μέγεθος.
Οι ανεμώνες είναι φυτά χωρίς πολλές καλλιεργητικές απαιτήσεις. Αν θα τις φυτέψετε σε κήπο προτιμήστε περιοχή με καλό φωτισμό. Το χώμα τους πρέπει να είναι γόνιμο και με καλή αποστράγγιση. Μπορεί να χρειάζονται στραγγερό χώμα για να μην σαπίσουν ωστόσο χρειάζονται επίσης συχνό πότισμα την άνοιξη για να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ανθοφορίας. Φυτέψτε τους κονδύλους το φθινόπωρο, σε βάθος 2-3 εκατοστών και σε απόσταση 15 εκατοστών μεταξύ τους. Επειδή είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσετε ποια είναι ή πάνω και ποια η κάτω πλευρά του κονδύλου της ανεμώνης, μια πρακτική συμβουλή είναι να τους φυτέψετε κάθετα. Επίσης οι κόνδυλοι της ανεμώνης χρειάζονται να μουλιάσουν σε νερό πριν φυτευτούν μια ώρα περίπου. Αυτό βοηθάει τους βλαστούς τους να φυτρώσουν ευκολότερα.
Οι ανεμώνες θα φυτρώσουν την άνοιξη έχοντας ένα χαρακτηριστικό φύλλωμα που μοιάζει με του μαϊντανού. Τα υπέροχα πολύχρωμα λουλούδια τους με την μεγάλης διάρκειας ανθοφορία τους θα δώσουν ζωντάνια στα ανοιξιάτικα παρτέρια σας. Φροντίστε να αφαιρείτε τακτικά τα μαραμένα άνθη για να έχετε πάντα μια άψογη εικόνα στα παρτέρια σας.

Οι ελληνικές ανεμώνες

Οι ανεμώνες είναι φυτά της μεγάλης Οικογένειας των Ρανουγκουλίδων (Ranunculaceae) όπου ανήκουν επίσης και άλλα, πολύ γνωστά γένη φυτών, όπως, ο Ranunculus, o Adonis, η Aquilegia, η Nigella, η Clematis κ.λ.π. Ξεχωρίζουν από τα άνθη τους, που δεν έχουν πέταλα και τη θέση των πετάλων έχουν πάρει τα σέπαλα, που είναι μεγάλα και έγχρωμα. Οι στήμονες είναι πολυάριθμοι ενώ οι καρποί είναι πολλά, μικρά αχαίνια, που βγαίνουν πάνω σε κοινό καρποφόριο, στη μέση του άνθους.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του γένους είναι ο υπάνθιος σπόνδυλος, από τρία φύλλα. Ανάμεσα από αυτά τα τρία φύλλα βγαίνει ένας σχετικά μακρύς ανθικός ποδίσκος (σπάνια περισσότεροι), που στην κορυφή του υπάρχει το άνθος.
Τα υπόλοιπα φύλλα βγαίνουν όλα στη βάση του φυτού και έχουν μακρείς μίσχους. Είναι παλαμόλοβα ή παλαμοσχιδή και εμφανίζονται πριν από την άνθηση. Το υπόγειο μέρος του φυτού είναι ένα μικρό ρίζωμα ή κόνδυλος που παραμένει ζωντανός κατά την ξερή περίοδο.
Στη χώρα μας υπάρχουν συνολικά επτά είδη του γένους και είναι τα εξής:

1. ανεμώνη η στεφανωματική Anemone coronaria

ανεμώνη η στεφανωματική
Φύλλα βάσης μακρόμισχα, βαθειά σχισμένα παλαμοειδώς σε πολλούς στενούς λοβούς. Φύλλα υπανθίου σπονδύλου επιφυή, βαθειά σχισμένα σε στενούς λοβούς. Σέπαλα 5-7 σε κάθε άνθος, πλατειά αντωοειδή ή ελλειπτικά. Καρποφόριο και ανθήρες σε χρώμα βαθύ βιολετί, σχεδόν μαύρο. Σπάνια εμφανίζονται φυτά με σέπαλα στενά, περισσότερα από 20.
Πρόκειται για διπλανθείς ποικιλίες (flore pleno). Το χρώμα των σεπάλων ποικίλει. Διακρίνονται οι εξής χρωματικές ποικιλίες:
α) var. Cyanea Ard., με άνθη γαλάζια ή γαλάζιο – βιολετιά
β) var. rosea Bath., με άνθη ρόδινα, σε διάφορες αποχρώσεις του ροζ
γ) var. Phoenicea Ard., με άνθη κόκκινα
δ) var. Alba Burn, με άνθη λευκά, συχνά με μια ρόδινη απόχρωση στη βάση των σεπάλων.
Οι ποικιλίες αυτές άλλοτε απαντώνται σε αμιγείς πληθυσμούς και άλλοτε ανάμεικτες. Σπανιώτερα παρουσιάζονται και υβρίδια μεταξύ των ποικιλιών. Πολύ σπάνια απαντώνται φυτά με άνθη εντελών λευκά και λευκούς ανθήρες. Πρόκειται για αλβινικά άτομα.
Η A. coronaria είναι η πρόγονος όλων των καλλιεργούμενων ποικιλιών Ανεμώνας.
Ανεμώνη η ταόμορφη
Εξάπλωση: Απαντάται σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, με πιο πυκνές εμφανίσεις στη Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά. Βιότοπος: Φυτρώνει σε θαμνώνες, φρυγανότοπους και χέρσα χωράφια χαμηλού υψομέτρου, μέχρι ύψους 800 μ. περίπου.

2. Ανεμώνη η ταόμορφη, Anemone pavonina

Φυτό παρόμοιο με το προηγούμενο αλλά φύλλα βάσης λιγότερο σχισμένα, με λοβούς πλατείς, οδοντωτούς στην άκρη, φύλλα υπανθίου σπονδύλου ακέραια, λογχοειδή ή με τρεις οδόντες στο άκρο τους και σέπαλα 7-13. Μερικές φορές εμφανίζονται φυτά που κάνουν άνθη με σέπαλα στενά, περισσότερα από είκοσι. Πρόκειται για διπλανθείς ποικιλίες (flore pleno), πολύ σπάνιες στη φύση. Το είδος απαντάται σε δύο βασικές ποικιλίες.
α) var. pavonina, με άνθη εντελώς κόκκινα ή κόκκινα με έναν ανοιχτόχρωμο κύκλο προς τη βάση των σεπάλων.
β) var. purpureoviolacea, με άνθη πορφυρά ή ρόδινα ή μερικές φορές σχεδόν λευκά.
Οι ποικιλίες αυτές απαντώνται μερικές φορές μαζί, συνήθως όμως σχηματίζουν αμιγείς πληθυσμούς. Η ποικιλία pavonina προτιμά γενικά πιο θερμά και ηλιόλουστα μέρη και χαμηλότερα υψόμετρα. Μερικές φορές εμφανίζονται υβρίδια μεταξύ των δύο ποικιλιών, με χαρακτηριστικό σαρκώδες πορφυρό χρώμα. Πολύ σπάνια βρίσκουμε αλβινικά άτομα, με άνθη εντελών λευκά και με λευκούς ανθήρες.
Εξάπλωση: η A. Pavonina φυτρώνει σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Στη Β. Ελλάδα επικρατεί η var. Pavonina.
Ανεμώνη η κηπαία 
Δεν υπάρχει στην Κρήτη και σε ορισμένα νησιά του νότου. Βιότοπος: Φυτρώνει σε θαμνώνες, φρύγανα, χέρσα χωράφια και αραιά πευκοδάση, δε υψόμετρο από το επίπεδο της θάλασσας ως τα 900μ. περίπου. Μια τρίτη ποικιλία της A. Pavonina φυτρώνει στην Ήπειρο, σε μια περιοχή βόρεια των Ιωαννίνων και στα χωριά του Ζαγορίου. Τα άνθη της μοιάζουν με αυτά της var. Purpureoviolacea αν και είναι γενικά λίγο μικρότερα. Ο αριθμός των σεπάλων κυμαίνεται μεταξύ 7 και 9. Τα φύλλα της βάσης έχουν πολύ στενούς λοβούς και θυμίζουν αυτά της A. Hortensis L. Ssp. Hortensis, που φυτρώνει βορειότερα και δυτικότερα, στην Αλβανία και Ιταλία. Είναι πιθανό να πρόκειται για πληθυσμούς με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, μεταξύ της A panonina Lam,. και της A. hortensis L. ssp. Hortensis.

3. Ανεμώνη η κηπαία υποείδος του Χελδράιχ, Anemone hortensis ssp. Heldreichii.

Τα πρώτα φύλλα της βάσης είναι τρίλοβα, με λοβούς οδοντωτούς. Τα άλλα, είναι πεντάλοβα και οι λοβοί είναι στενοί, χωρισμένοι σε πολύ μυτερούς δευτερεύοντες λοβούς. Σέπαλα 12-19, στενά, λευκά ή σπάνια ανοιχτορόδινα. Φύλλα υπανθίου σπονδύλου μικρά, ακέραια, λογχοειδή. Ανθήρες και καρποφόρια μαύρα – βιολετιά.
Εξάπλωση: Πρόκειται για ενδημικό της Κρήτης και της Καρπάθου.
Οι αναφορές του από άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι λανθασμένες, λόγω σύγχυσης με μορφές της A. Pavonina.
Βιότοπος: Θαμνώνες, φρύγανα, χέρσα χωράφια και βοσκοτόπια, από χαμηλά μέχρι 1850μ. υψόμετρο.

4. Ανεμώνη η χαρίεσσα, Anemone blanda

Φύλλα βάσης μακρόμισχα, χωρισμένα σε τρία κύρια τμήματα, που το καθένα είναι επιφυές.
Το κάθε τμήμα χωρίζεται σε δευτερεύοντες στενούς λοβούς.
Τα φύλλα του υπανθίου σπονδύλου είναι έμμισχα, όμοια με τα φύλλα της βάσης αλλά μικρότερα. Οι ανθήρες είναι κίτρινοι. Σέπαλα 8-14, στενά, γαλάζια, ρόδινα ή λευκά.
Ανεμώνη η χαρίεσσα
Το καρποφόριο γέρνει προς τα κάτω μετά την άνθηση.
Εξάπλωση: Είδος πλατειά εξαπλωμένο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από Β.Δ., στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και αλλού.
Βιότοπος: Ξέφωτα σε ελατοδάση, πευκοδάση και θαμνώνες, σπανιότερα σε φυλλοβόλα, σε υψόμετρο 300-2000μ.

5. Ανεμώνη των Απεννίνων, Anemone apennina.

Είδος παρόμοιο με το προηγούμενο. Διαφέρει στα εξής χαρακτηριστικά: τα τρία κύρια τμήματα των φύλλων έχουν έναν μικρό μίσχο. Το καρποφόριο μετά την άνθηση παραμένει όρθιο. Τα άνθη είναι σχεδόν πάντα γαλάζιο-βιολετιά.
Εξάπλωση: Το είδος υπάρχει με βεβαιότητα κατά μήκος της Πίνδου, μέχρι τα Άγραφα και στα βουνά της Δ. Μακεδονίας. Ο γράφων το έχει βρει στα Άγραφα, δυτικά της λίμνης Πλαστήρα και στο όρος Βούρινος της Δ. Μακεδονίας.
Βιότοπος: Ξέφωτα δασών, ορεινά λιβάδια, παρυφές, δρόμων, σε υψόμετρο 500-1500 μ. περίπου.

6. Ανεμώνη η δασόφιλη, Anemone nemorosa L.

Φύλλα βάσης 1-2, χωρισμένα σε τρία τμήματα, με μικρό μίσχο το καθένα. Τα τμήματα είναι χωρισμένα βαθειά, σε λοβούς οδοντωτούς. Τα άνθη είναι σχετικά μικρά, λευκά, συνήθως με μια ρόδινη απόχρωση εξωτερικά. Τα σέπαλα είναι συνήθως 6-7 και έχουν σχήμα ωοειδές. Οι ανθήρες είναι κίτρινοι.
Εξάπλωση: Βουνά Μακεδονίας και Θράκης, μέχρι τον Κάτω Όλυμπο.
Βιότοπος: Δάση φυλλοβόλων, από 700 έως 1800μ.

7. Ανεμώνη η ρανουγκουλοειδής, Anemone ranunculiodes ssp. Ranunculoldes

Φυτό παρόμοιο με το προηγούμενο. Διαφέρει στα εξής χαρακτηριστικά: στη βάση υπάρχει ένα ή κανένα φύλλο. Τα φύλλα του υπανθίου σπονδύλου έχουν πολύ κοντό μίσχο και οι λοβοί τους είναι μακρότεροι και μεγαλύτεροι. Τα άνθη είναι κίτρινα, συχνά περισσότερα του ενός.
Εξάπλωση: Το είδος έχει βρεθεί από τον γράφοντα στο όρος Τζένα (Herb. G. Sfikas 7017) στις 28 Μαΐου 1983, σε υψόμετρο 1700-1800μ. Επίσης αναφέρεται από τον γειτονικό Βόρα.
Βιότοπος: ξέφωτα ορεινών φυλλοβόλων δασών.
Άλλα δύο είδη αναφέρονται από τα βουνά των βορείων συνόρων: η Anemone sylvestris L. Από το όρος Παπίκι (Κρλίκ Νταγ) και η Anemone narcissiflora L. Από το όρος Βόρας (Καιμακτσαλάν). Και τα δύο βρέθηκαν το 1940 από τον Ζαγανιάρη, όμως η φυτοθήκη του δεν διασώθηκε και στα νεώτερα χρόνια δεν έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξή τους. Τα δυο αυτά είδη κάνουν λευκά άνθη, το πρώτο ένα και μεγάλο και το δεύτερο πολλά και μικρά.

Λυγαριά – Vitex agnus-castus

Το φυτό Vitex agnus-castus, που ονομάζεται επίσης Λυγαριά, Chasteberry (αγνό μούρο), βάλσαμο του Αβραάμ ή πιπέρι του μοναχού, είναι ενδημικό φυτό της περιοχής της Μεσογείου. Ανήκει στην οικογένεια των Verbenaceae. Είναι ένα από τα λίγα είδη του γένους Vitex της εύκρατης ζώνης, που στο σύνολό του είναι γένος τροπικών και υποτροπικών ανθοφόρων φυτών. Ο Θεόφραστος αναφέρεται σε αυτόν το θάμνο αρκετές φορές, με το όνομα αγνός (agnos) στην Έρευνά του για τα φυτά. Το όνομα Vitex δόθηκε από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και προέρχεται από το λατινικό vieo, που σημαίνει υφαίνω ή δένω, μια αναφορά στη χρήση του Vitex agnus-castus στην καλαθοπλεκτική. Στο συγκεκριμένο μακροσκελές όνομά του επαναλαμβάνεται η λέξη «αγνός» στα ελληνικά και στα λατινικά.


Το φυτό, είναι στην πραγματικά ένας πολύ διακλαδισμένος ευλύγιστος, φυλλοβόλος θάμνος, που χάνει τα φύλλα του, όταν ωριμάσουν οι καρποί του. Αναπτύσσεται έως και 3 μέτρα ύψος, και είναι διάσπαρτο στη γύρω περιοχή από τη λεκάνη της Μεσογείου, απ’ όπου κατάγεται. Το φυτό προτιμά χαμηλό υψόμετρο και συχνά συναντάται στις όχθες των λιμνών, στη θάλασσα και κατά μήκος στις κοίτες των ποταμών. Τα φύλλα του είναι παλαμοειδή, διαθέτουν μίσχο, αποτελούνται από 5 έως 7 στενά μυτερά ολόκληρα φυλλάρια, έχουν σκούρο πράσινο χρώμα από πάνω και είναι άτριχα (λεία), και από κάτω είναι γκρίζα και χνουδωτά.

Οι ταξιανθίες αποτελούν το τελικό άκρο του φυτού και είναι χοντρές διακλαδώσεις που αποτελούνται από 10, 20 ή περισσότερα ζεύγη σε πυκνό σύμπλεγμα, επάνω σε έναν κοινό άξονα. Τα λουλούδια που εμφανίζονται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο είναι μικρά, έχουν γλυκό άρωμα και είναι τοποθετημένα σε βοτρυοειδές σχήμα με μακριά μυτερή απόληξη. Το χρώμα τους ποικίλλει από λευκό σε ροζ-λιλά μέχρι βαθύ μπλε. Όταν η λυγαριά βρίσκεται σε ανθοφορία, διατηρεί πλούσιο το φύλλωμά της. Όταν οι μικροί καρποί αρχίζουν να ωριμάζουν, το φυτό ρίχνει σταδιακά τα φύλλα του. Όταν οι καρποί έχουν ωριμάσει πλήρως, τα περισσότερα φύλλα έχουν ξεραθεί. Οι καρποί είναι μικροί, σε μέγεθος μικρών κόκκων πιπεριού, σκληροί, σε μωβ-μαύρο χρώμα, και ωριμάζουν από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Νοεμβρίου.

Η λυγαριά καλλιεργείται ευρύτατα σε ζεστές εύκρατες και υποτροπικές περιοχές για το ντελικάτο και αρωματικό φύλλωμά του, ενώ στα ψυχρότερα κλίματα οι πεταλούδες προσελκύονται από τις ανθικές ταξιανθίες του, με άρωμα λεβάντας, προς το τέλος του καλοκαιριού. Απαιτεί πλήρη ηλιοφάνεια ή μερική σκίαση και καλά αποστραγγιζόμενο χώμα. Είναι είδος πολύ ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, όπως και στις πολύ χαμηλές (είναι ανθεκτικό ακόμη και στους -10 °C).

Τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί που μεγαλώνουν πάνω από 10 εκ. (4 ίντσες), μαζί με τα λουλούδια και τους ώριμους σπόρους, συγκομίζονται για ιατρικούς σκοπούς. Ο καρπός συλλέγεται αφού πέσει από το μίσχο και τριφτεί απαλά. Τα φύλλα, τα λουλούδια, και / ή τα μούρα μπορούν να καταναλωθούν ως αφέψημα, παραδοσιακό βάμμα, βάμμα ξυνομηλίτη, σιρόπι, ελιξίριο, ή απλά να φαγωθούν κατευθείαν από το φυτό σαν θεραπευτική τροφή. Ένας δημοφιλής τρόπος λήψης του Vitex είναι να λαμβάνεται απλά ως υγρό εκχύλισμα μετά το ξύπνημα και με αναλογία 1:1, καθώς λέγεται ότι αλληλεπιδρά πιο αποτελεσματικά με τους ορμονικούς εικοσιτετράωρους ρυθμούς. Ο καρπός θεωρείται τονωτικό βότανο τόσο για το ανδρικό όσο και το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Τα φύλλα του πιστεύεται ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά σε μικρότερο βαθμό.

Το Vitex agnus castus είναι ένα τυπικό φαρμακευτικό φυτό με μακρά ιστορία στη λαϊκή ιατρική. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ένα αφροδισιακό, εξ ου και το όνομα chaste tree (αγνό/άγαμο/παρθένο). Η Ήρα, σύζυγος του Δία και προστάτιδα του γάμου στην ελληνική μυθολογία, λέγεται ότι γεννήθηκε κάτω από μια λυγαριά, που στη συνέχεια έγινε σύμβολο αγνότητας, και μονογαμίας μεταξύ των συζύγων.

Ήδη από το 400 π.Χ., ο Ιπποκράτης συνιστά το φάρμακο για φλεγμονές, τραυματισμούς, και προβλήματα σχετικά με το μέγεθος της σπλήνας. Ο Θεόφραστος (372 – 287 π.Χ), στο έργο του «Ιστορία των φυτών» περιγράφει τους στρατιώτες που χρησιμοποιούσαν λυγαριά σε πλέγμα για ασπίδες, «γιατί δεν ήταν δυνατόν να προμηθευτούν όπλα σε μια ακατοίκητη χώρα» και ο Όμηρος μας λέει στην Ιλιάδα (11.05), ότι ο Αχιλλέας έδεσε με βέργες λυγαριάς τους γιους του Πριάμου και στην Οδύσσεια (9.427), ότι ο Οδυσσέας χρησιμοποιούσε τα κλαδιά του σαν φράχτη στο εσωτερικό της βάρκας του, για να αμυνθεί ενάντια στα κύματα, και να δέσει τους άντρες του κάτω από τις κοιλιές των κριαριών για να αποδράσουν από τον Κύκλωπα.

Ο Παυσανίας πάλι αναφέρει, ότι ο Ασκληπιός στη Σπάρτη είχε το προσωνύμιο «Αγνήτας» διότι το ξόανό του ήταν φτιαγμένο από ξύλο λυγαριάς. Το λατρευτικό άγαλμα, το ξόανο της Θεάς Αρτέμιδας (Παυσανίας «Λακωνικά» 16,7), δεν ονομαζόταν μόνον Ορθία αλλά και Λυγοδέσμια, γιατί βρέθηκε μέσα σε θάμνο λυγαριάς, η οποία τύλιξε το άγαλμα και το έφερε σε όρθια στάση.

Ο Διοσκουρίδης στο «De Materia Medica» του, το 79 μ.Χ., ασχολείται εκτενώς με το πορτρέτο του Vitex agnus castus (της λυγαριάς). Μετά από μια λεπτομερή λίστα με τα ονόματα που έχουν δοθεί σε αυτό το φυτό από όλον τον μέχρι τότε γνωστό κόσμο, επιστρέφει στο ελληνικό «Αγνός», που σημαίνει καθαρότητα. Λέει, «ονομάζεται έτσι, διότι οι γυναίκες που συμμετείχαν στη γιορτή των Θεσμοφορίων το χρησιμοποιούσαν για να «στρώνουν τα κρεβάτια τους» ή γιατί «όταν πίνεται ως εκχύλισμα, όπως λένε, απαλλάσσει τους άνδρες από την επιθυμία για σεξ».

Τα Θεσμοφόρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν γιορτή που γινόταν μόνο από γυναίκες προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τελετές για την αύξηση της γονιμότητας. Οι γυναίκες προετοιμάζονται για τις τελετές με αποχή από τη σεξουαλική επαφή και με τελετουργικό λούσιμο. Αυτές τις τρεις εορταστικές ημέρες του Οκτωβρίου, οι γυναίκες ζούσαν όλες μαζί, έξω από τις πόλεις, σε πρόχειρα καταλύματα, ενώ οι Αθηναίες γυναίκες στα Θεσμοφόρια έμεναν στους λόφους κοντά στην Αθήνα. Οι ίδιες οι γυναίκες στολίζονταν με λουλούδια λυγαριάς και άπλωναν τα φύλλα της στα κρεβάτια τους.

Επίσης, αναφέρει ότι «ο σπόρος, όπως αυτός του πιπεριού, προσφέρει θερμότητα, βοηθά εκείνους που έχουν δαγκωθεί από ζώα, βοηθά στη συγκράτηση των εκκρίσεων και σε όσες πάσχουν από χρόνια προβλήματα περιόδου και φλεγμονές της μήτρας». Φέρνει γάλα όταν μεθάτε με κρασί, το τσάι του καθαρίζει τα έντερα, καταπραΰνει τις αιμορροΐδες και τους πονοκεφάλους. Επιπλέον αναφέρει τη χρησιμότητά του ως φάρμακο στη θεραπεία του λήθαργου καθώς και της τρέλας.

Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (23 – 79 μ.Χ.) το V. agnus castus ήταν ιδιαίτερα σεβαστό ως ένα από τα πιο χρήσιμα φάρμακα της εποχής. Ισχυρίζεται ότι ελέγχει τη βίαιη σεξουαλική επιθυμία στους άνδρες, απομακρύνει και την πιο σοβαρή μορφή κεφαλαλγίας, καθαρίζει τη μήτρα και τα έντερα. Λόγω της φλογώδης φύσης τους, οι σπόροι έχουν ληφθεί για να διαλύσουν τα αέρια του στομάχου και το φούσκωμα, να προωθήσουν τα ούρα, να συμβάλλουν θετικά στη διάρροια και να βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό στην επιληψία και στη νόσο του σπλήνα.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι ενδείξεις του Vitex agnus castus έχουν αλλάξει πολύ λίγο στο πέρασμα των αιώνων από αυτές τις πρώτες καταγραφές.

Στο Μεσαίωνα το chastetree (δέντρο της αγνότητας) ονομάστηκε monk’s pepper (πιπέρι του μοναχού) με τη σκέψη ότι είχε χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο κατά της λίμπιντο από τους μοναχούς, για να βοηθήσει τις προσπάθειές τους να παραμείνουν αγνοί. Ο θάμνος φυτεύτηκε σε κάθε μοναστηριακό βοτανόκηπο και οι πικάντικοι σπόροι του ήταν ένα ωφέλιμο καρύκευμα στην μοναστηριακή κουζίνα. Ο Mattioli το συνιστά για να «απομακρύνει την επιθυμία για τις Αφροδίτης-δουλειές», οι μοναχές έπλεναν τα «απόκρυφά» τους με ένα έγχυμα των φύλλων, ενώ άνδρες και γυναίκες φορούσαν φυλαχτά από το ξύλο του, όπως έχει αναφερθεί. Αλλά σύμφωνα με άλλους, έγινε επίσης ένα σύμβολο του κρυφού μέρους της μοναστικής ζωής …

Ο Arnaud de Villeneuve, ένας σημαντικός αλχημιστής, θεολόγος και αστρολόγος του 13ου αιώνα, αναφέρει το «πλύσιμο στα κρυφά μέρη του σώματος με ένα αφέψημα του Agnus castus, ως μέρος της προετοιμασίας για απόλαυση και ηδονή». Έτσι, φαίνεται ότι η σεξουαλική επιθυμία για ορισμένους καταστέλλεται, ενώ για άλλους φάνηκε να επιτυγχάνεται το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, η λυγαριά θεωρήθηκε φυτό τόσο της γονιμότητας και της επιθυμίας όσο και της αγνότητας και καθαρότητας.

Από το 1600 και μετά, χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως μια κοινή λαϊκή θεραπεία για τις γυναικείες ορμονικές ανισορροπίες και για να τονώσει τη ροή του γάλακτος στις θηλάζουσες μητέρες. Στην Αναγέννηση, οι ενδείξεις αυτές επέζησαν, για ένα από τα παλαιότερα γνωστά βότανα, και περιελάμβαναν την διατήρηση της αγνότητας, αλλά και τη χρησιμότητα στα φουσκώματα του στομάχου, τις διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, την ανακούφιση από πονοκεφάλους, για τον πόνο από δαγκώματα, φλεγμονές, καθώς και τη χρησιμότητά του στη θεραπεία της τρέλας, της επιληψίας και του λήθαργου.

Το κλαδί της λυγαριάς ονομάζεται βίτσα ίσως από το vitex και από αυτό έφτιαχναν οι δάσκαλοι τις βέργες τους. Οι βέργες της, λόγω της ευλυγισίας, είναι κατάλληλες για καλαθοπλεκτική και το ξύλο της, λόγω των ιδιοτήτων του (σκληρό, βαρύ, καστανόχρωμο) χρησιμοποιήθηκε στην τορνευτική. Από τα εύκαμπτα κλαδιά της κατασκευάζονται καλάθια. Επίσης οι σπόροι χρησιμοποιήθηκαν κατά των κρυολογημάτων και κατά των δαγκωμάτων των φιδιών. Η καύση των φύλλων και τα στρώματα από εύοσμα φύλλα λυγαριάς θεωρούνταν ότι εξεδίωκαν τα θηρία.

Οι σπόροι της λυγαριάς θεραπευτικά, έχουν την ικανότητα να εξομαλύνουν την ορμονική λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων. Δεν επιδρούν απ’ ευθείας στα αναπαραγωγικά όργανα, αλλά στον υποθάλαμο και την υπόφυση, που είναι τα κέντρα ελέγχου των ορμονών αυτών. Οι καρποί αναστέλλουν την ορμόνη προλακτίνη και βελτιώνουν την ισορροπία μεταξύ προγεστερόνης και οιστρογόνων, σε περιπτώσεις όπου τα επίπεδα προγεστερόνης είναι χαμηλά. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ο καρπός είναι ωφέλιμος σε περιπτώσεις ανδρικής σεξουαλικής ανικανότητας, που οφείλεται σε υψηλά επίπεδα προλακτίνης.

Κλινικές μελέτες έχουν αποδείξει αποτελεσματικότητα των τυποποιημένων και ελεγχόμενων φαρμάκων που παράγονται από εκχύλισμα του φυτού για τη διαχείριση του στρες στο προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (PMS), και τον πόνο στο στήθος στη διάρκεια του κύκλου (μασταλγία). Το φάρμακο αυτό συνιστάται κυρίως στη Γερμανία.

ΓΚΟΡΙΤΣΑ.

Eπιστημονική Oνομασία:Pyrus spinosa
Άλλα Ονόματα: Αγριοαχλαδιά, Απιδιά.
Κλαδιά: αγκαθωτά,
Άνθος:λευκό,
Καρπός:ράγα,
Φυτό:δέντρο,
Φύλλο:με λέπια,
Περιγραφή: Φυλλοβόλο, αγκαθωτό δέντρο, που φτάνει τα 6 μέτρα ύψος. Τα νεαρά κλαδιά στην αρχή έχουν λευκές τρίχες, αργότερα όμως είναι γυμνά. Τα φύλλα είναι πράσινα επάνω και γαλαζωπά κάτω. Τα άνθη είναι λευκά. Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες θέσεις και όχι πολύ υγρά, καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Απαντάται σε ξέφωτα δασών, περιθώρια χωραφιών και δίπλα σε δρόμους.
Πρόκειται για παμπάλαιο ελληνικό δέντρο με το όνομα αχράς στην αρχαιότητα.
Εμβολιάζεται εύκολα και μετατρέπεται σε αχλαδιά.

Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε Αγριοαχλαδιά.
Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 30 διαφορετικά είδη φυτών (όπως και την γνωστή Pyrus amygdaliformis), από χαμηλούς θάμνους μέχρι και δένδρα. Μελισσοτροφικά χαρακτηριστικά: Το δέντρο αυτό έχει αξία για τους μελισσοκόμους καθώς ανθίζει πρώιμα (λίγο μετά τις αμυγδαλιές) και επειδή υπάρχει σε αφθονία στην ελληνική φύση.

Καρπος:Μοιάζει με μικρό αχλάδι, είναι σφαιρικός με χρώμα κιτρινοκάστανο και αρκετά στυφός παρόλα αυτά είναι εδώδιμος. Ωριμάζει τον Ιούλιο αλλά τρώγεται πιο ευχάριστα τον Σεπτέμβριο, όταν υπερωριμάσει.
Φαρμακευτικές ιδιότητες:Αιμοστατικό, κατά της δυσπεψίας, κατά της διάρροιας, ψυκτικό, αντισπασμωδικό, ευεργετικό στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και στην οδυνηρή δυσμηνόρροια.
Συστατικά ουσίες:Οξέα φρούτων: μαλικό οξύ, κιτρικό οξύ, κουϊνικό οξύ, κυανογενικά γλυκοσίδια (αμυγδαλίνη), αρωματικές ουσίες, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος και κυρίως 5-κοφφεοϋλ-κουϊνικό οξύ, πηκτίνη.
Συνίσταται για: διάρροια, δυσπεψία.
Μπόλιασμα γκοριτσιάς:Η Γκορτσιά μπολιάζεται με ευκολία και δίνει πολύ παραγωγικά δέντρα. Μπολιάζεται με όλες τις ποικιλίες της αχλαδιάς, με κυδωνιά και θεωρητικά με μηλιά, λωτό και μουσμουλιά. Μπορούμε να την μπολιάσουμε με την μέθοδο του εγκεντρισμού (καλεμιού ή κέντρισμα) Φεβρουάριο και Μάρτη. Επίσης μπορεί να μπολιαστεί με μάτι(ενοφθαλμισμό) όλο το καλοκαίρι.

Θυμάρι – Θύμος ο κοινός – Thymus Vulgaris

Περιγραφή: Θάμνος ποώδης πολυετής με φύλλα σχεδόν άμισχα, πράσινα, λογχοειδή με τα άκρα κουλουριασμένα προς τα κάτω. Άνθη ακραία σε χρώμα μπλε ανοικτό με ραβδωτό κάλυκα. Φυτρώνει σε άγονους τόπου σε όλη την Ελλάδα και ανθίζει Ιούνιο με Ιούλιο. Είναι το φυτό από το οποίο οι μέλισσες κάνουν το πιο ονομαστό μέλι. Η χρήση του είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν σαν βαλσαμωτικό και αρωματικό. Οι αρχαίοι Έλληνες σαν απολυμαντικό για διάφορες ασθένειες. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνήθιζαν να κάνουν μπάνιο σε νερό αρωματισμένο με θυμάρι, για να αποκτήσουν σφρίγος και ενεργητικότητα. Στη φαρμακευτική είναι γνωστό ως το φυτό με τις περισσότερες θεραπευτικές ιδιότητες.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: συνιστάται σε προβλήματα στομάχου και εντέρων, στην ανακούφιση από το βήχα, από το συνάχι και τη γρίπη, στην τόνωση του νευρικού συστήματος και ως καταπραϋντικό. Επίσης, στις περιπτώσεις πνευματικής κατάπτωσης και στο άγχος. Χαρίζει πνευματική διαύγεια και τονώνει τα νεύρα. Χρησιμοποιείται στη μαγειρική και ως αρωματικό στις ελιές.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος: βάζουμε ένα κουταλάκι του γλυκού θυμάρι σε ένα μπρίκι νερό και, μόλις αρχίσει να βράζει, το κατεβάζουμε και το αφήνουμε δέκα λεπτά επιπλέον. Το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι.

Εξωτερική: χρησιμοποιείται στο λουτρό για ρευματικές παθήσεις και για ξεκούραση. Βράζουμε 100γρ. θυμάρι σε ένα λίτρο νερό, το σουρώνουμε και το ρίχνουμε στο νερό της μπανιέρας. Βοηθά στην αντιμετώπιση της τριχόπτωσης, εξαιρετικό για τον καθαρισμό των δοντιών (οι Κρητικοί τρίβουν τα ούλα τους με θυμάρι για την αντιμετώπιση της ουλίτιδας). Στοματίτιδες και ερεθισμένες αμυγδαλές αντιμετωπίζονται με γαργάρες με αφέψημα (χωρίς μέλι).

Αιθέριο έλαιο: λίγες σταγόνες σε λίγο ελαιόλαδο βοηθά στα τσιμπήματα από έντομα.

Κτηνιατρική: για το πλύσιμο πληγών του δέρματος και του στόματος, για την καταπολέμηση των εντερικών σκουληκιών.

Συνταγή για κολώνια: 10γρ. λουλούδια θυμαριού σε 250γρ. λευκό οινόπνευμα, κλείνουμε το μπουκάλι με φελλό και το αφήνουμε 2-3 εβδομάδες στον καλοκαιρινό ήλιο. Στη συνέχεια σουρώνουμε.

Συνταγή για μαρινάτα φαγητά: μουσκεύουμε σε μισό λίτρο άσπρο κρασί 1 ματσάκι θυμάρι, 1 ματσάκι θρούμπη, 3-4 σκελίδες σκόρδο, 2 φύλλα δάφνης και μερικά μοσχοκάρφια.

Προσοχή: όσο εντυπωσιακές είναι οι θεραπευτικές ιδιότητες του θυμαριού, άλλο τόσο προσεκτικός πρέπει να είναι κανείς με τη συχνότητα της χρήσης του. Η συνεχής εσωτερική χρήση μπορεί να προκαλέσει υπερλειτουργία του θυροειδούς, καθώς και δηλητηρίαση, τα συμπτώματα της οποίας είναι έμετος, ζαλάδες, διάρροια και καρδιακή κατάπτωση.

Θρούμπι ή Θρούμπα το θαυματουργό!

Φυτρώνει σε ηλιόλουστα μέρη, σε βραχώδη εδάφη και σε θαμνότοπους. Οι ονομασίες του είναι πολλές. Μπορεί να ακούσετε να το λένε θρούμπι, θύμος ο έρπυλλος, χαμοθρούμπι και γαϊδουροθυμό.
Μετά την φασκομηλιά που έχει σταματήσει σχεδόν να δίνει τώρα σειρά έχει η θρούμπα ένα αρκετά καλό μελισσοκομικό φυτό που οιμέλισσες επιδιώκουν να επισκέπτονται. Η θρούμπα, θυμίζει κάτι ανάμεσα σε ρίγανη και θυμάρι, είναι ένα αρωματικό ποώδες φυτό, ετήσιο, ευδοκιμεί σε όλη την Μεσόγειο και ιδιαίτερα σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές .
Από την αρχαιότητα χρησιμοποιείται σαν βότανο για τις διάφορες ασθένειες αλλά και σαν αρωματικό στη μαγειρική.

Στην αρχαία Ελλάδα το έβαζαν στο κρασί (θρυμβίτης οίνος) ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν αφέψημα θρουμπιού για να ξεπλένουν τα βαρέλια πριν βάλουν το κρασί για να σκοτώσουν τους παραμύκητες. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν για αφροδισιακό.
Παλιά όταν είχαν πληγές στο στόμα ή στο λάρυγγα, έκαναν γαργάρα με αφέψημα από θρούμπι και κρασί και μετά το κατάπιναν, 3-4 σταγόνες από το χυμό του φυτού στααυτιά πριν τον ύπνο βελτιώνουν την ακοή και σταματούν τον βόμβο. Το αφέψημα από θρούμπι θεωρείται διεγερτικό και τονωτικό και δρα κατά της πνευματικής και σωματικής κούρασης, βοηθάει το άσμα, την ναυτία, την πέτρα στα νεφρά και είναι κατά της διάρροιας, ακόμα σκοτώνει βακτηρίδια μικρόβια και μύκητες.
Οι παλιοί Κρητικοί καταπολεμούσαν τις φθειρειάσεις των ζώων τους με αφέψημα από θρούμπι, σκέπαζαν ακόμα με φύλλα από θρούμπι το τυρί που έβαζαν στην άλμη για να πάρει το τυρί το άρωμά του.

Τα φύλλα της θρούμπας ψιλοκομμένα μπαίνουν σε διάφορα φαγητά και ως αρωματικό αλλά και λόγω των αντιτοξικών ιδιοτήτων που έχουν.

Το θρούμπι (savory ή satureja) είναι ένα αυτοφυές φυτό (φρύγανο) που το συνταντάμε σε όλη την Ελλάδα. Ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών. Ο κορμός του είναι ξυλώδης, με 2-4 άνθη ροδόχροα ή υπόλευκα και σπόρους μικρούς αυγοειδείς σε χρώμα καστανό ανοιχτό, με ευχάριστη οσμή. Φτάνει σε ύψος τα 30- 50 εκατοστά. Προτιμά τα ηλιόλουστα βραχώδη και ασβεστώδη εδάφη. Χρήσιμα είναι κυρίως τα άνθη του, το αιθέριο έλαιό αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και ολόκληρο το φυτό. Το αιθέριο έλαιο περιέχει δραστικές ουσίες όπως τερπίνη, πευκίνη, καρβακρόλη, κυμίνη, κινεόλη και θυμόλη.

Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού ήταν γνωστές απο την αρχαιότητα. Οι πατέρες της βοτανοθεραπείας και της φαρμακολογίας, Θεόφραστος και Διοσκουρίδης, αναφέρονται σε αυτό στα έργα τους. Το θρούμπι χρησιμοποιείται επίσης εδώ και 2000 χρόνια στη μαγειρική, καθώς δρά ως χωνευτικό και θεωρείται ιδανικό για όλα τα δύσπεπτα πιάτα. Διαθέτει έντονη γεύση που θυμίζει θυμάρι και ρίγανη. Σε πολλές χώρες το προσθέτουν μέχρι και σήμερα σε χωνευτικά λικέρ. Κατά το Μεσαίωνα, το θρούμπι χρησίμευε ως αφέψημα για τον πονόλαιμο, το βήχα, τον πονόδοντο και τις πληγές στο στόμα, καθώς και ως απολυμαντικό για διάφορα σκεύη, λόγω των αντιβακτηριδιακών και αντιμικροβιακών του ιδιοτήτων.

Στη σύγχρονη βοτανοθεραπεία, το θρούμπι είναι γνωστό κυρίως για τις θεραπευτικές ιδιότητες που έχει στο πεπτικό σύστημα. Λειτουργεί ως χωνευτικό, διεγείρει την όρεξη, τονώνει τον οργανισμό, βοηθά στη θεραπεία της διάρροιας, των σπασμών του εντέρου, των πόνων απο κολικούς, της γαστρικής ατονίας, της νευρικής δυσπεψίας, της ναυτίας και της ξινίλας.
Το αφέψημά του βοηθά στην απομάκρυνση των αερίων του στομάχου, απαλλάσσει απο τα φουσκώματα και συμβάλλει στην καλή λειτουργία της πέψης. Χρησιμοποιείται επίσης ως αποχρεμπτικό. Μαλακώνει το βήχα και είναι κατάλληλο για τις βρογχίτιδες και το άσθμα. Μπορεί να εφαρμοστεί και εξωτερικά, ως αντισηπτικό, στις πληγές και στα τσιμπήματα των εντόμων, καθώς προσφέρει άμεση ανακούφιση.

Για να παρασκευάσετε ένα αφέψημα με θρούμπι, ρίχνετε ένα κουταλάκι του γλυκού σε ένα φλιτζάνι βραστό νερό και το αφήνετε για 10-15 λεπτά. Η συνιστώμενη δόση είναι από ένα μέχρι τρία φλιτζάνια την ημέρα, μετά τα γεύματα. Για εξωτερική χρήση πάνω σε πληγές ή τσιμπήματα εντόμων, ετοιμάστε κομπρέσες με αφέψημα βράζοντας 30 γραμμάρια για ένα λίτρο νερό.

Ρίγανη – Ορίγανον το κοινόν – Origanum Vulgare

Περιγραφή: Θάμνος κοντός και φρυγανώδης με κορμό ξυλώδη χωρίς ελαστικότητα. Τα κλαδιά του είναι λεπτά και σχηματίζουν ανθοφόρα κεφάλια στις άκρες. Τα φύλλα έχουν σχήμα αυγοειδές, είναι χνουδωτά και σταχτόχρωμα. Αν τα τρίψουμε αναδύουν ευχάριστη αρωματική οσμή. Τα άνθη έχουν χρώμα ρόδινο προς μενεξεδί και έχουν επίσης ευχάριστο άρωμα. Η ρίγανη συναντιέται εύκολα σε όλη την Ελλάδα σαν αυτοφυές άγριο φυτό. Είναι πολύ δημοφιλές φυτό για τις μαγειρικές του ιδιότητες. Το μυρωδικό της σαλάτας και του φαγητού, τόσο γνωστό σε όλους, είναι ωστόσο και φαρμακευτικό και αρωματοπαραγωγικό.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: οι εισπνοές με ρίγανη βοηθούν σε στηθικά νοσήματα, το ρόφημα καταπραΰνει το βήχα και τον πόνο των δοντιών, βοηθά σε πόνους ρευματισμών, σε εντερικές διαταραχές και πόνους της κοιλιάς.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος: για αφέψημα βράζουμε λίγα λεπτά ένα κουταλάκι του γλυκού ρίγανη σε ένα μπρίκι νερό. Το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι. Για έγχυμα: ένα κουταλάκι του γλυκού ρίγανη σε ένα μπρίκι με καυτό νερό. Το αφήνουμε 10 λεπτά, το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι.

Εξωτερική: βοηθά στην αντισηψία των τραυμάτων. Αφέψημα ρίγανης στο νερό του μπάνιου καταπραΰνει και τονώνει (βράζουμε 100γρ. ρίγανης σε 1 λίτρο νερό).

Αιθέριο έλαιο: 3-4 σταγόνες σε μία κουταλιά μέλι, 2-3 φορές την ημέρα. Το έλαιο χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, μύρων και οδοντόκρεμας.

Μαντζουράνα-Ορίγανον το μάρον-Origanum Majorana

Περιγραφή: Φυτό ποώδες με πολλές παραφυάδες, με φύλλα μικρά και μυρωδάτα, συγγενικό της ρίγανης. Τα άνθη της είναι φαιά με λέπια. Ανθίζει από Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο. Στην Ελλάδα υπάρχει σαν αυτοφυές ωστόσο συνηθίζεται να καλλιεργείται από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες το εκτιμούσαν πολύ και γνώριζαν τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε σαν αντισηπτικό. Η μαντζουράνα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, την μαγειρική, την ζαχαροπλαστική και σαν θεραπευτικό υλικό.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: το ρόφημα καταπραΰνει τους πονοκεφάλους, ιλίγγους, βοηθά στις νευρικές παθήσεις, καταπραΰνει το βήχα και τον πόνο των δοντιών, βοηθά σε πόνους ρευματισμών, σε εντερικές διαταραχές και πόνους της κοιλιάς.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος
Αφέψημα: βράζουμε λίγα λεπτά ένα κουταλάκι του γλυκού μαντζουράνα σε ένα μπρίκι νερό. Το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι. Εγχυμα: ένα κουταλάκι του γλυκού μαντζουράνα σε ένα μπρίκι με καυτό νερό. Το αφήνουμε 10 λεπτά, το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό με μέλι.

Εξωτερική: βοηθά στην αντισηψία των τραυμάτων. Αφέψημα μαντζουράνας στο νερό του μπάνιου καταπραΰνει και τονώνει (βράζουμε 100γρ. ρίγανης σε 1 λίτρο νερό).

Αιθέριο έλαιο: 3-4 σταγόνες σε μία κουταλιά μέλι, 2-3 φορές την ημέρα. Το έλαιο χρησιμοποιείται στην παρασκευή σαπουνιών, μύρων και οδοντόκρεμας.

Βασιλικός-Ώκυμο το βασιλικό-Ocymum Basilicum

Περιγραφή: Φυτό ποώδες μονοετές καλλωπιστικό, πολύ δημοφιλές στην Ελλάδα με φύλλα ελλειπτικά και ωοειδή και άνθη άσπρα που σχηματίζουν στάχεις στις κορφές των βλαστών. Υπάρχουν δεκάδες ποικιλίες με διαφορές στο μέγεθος και στο χρώμα του φυλλώματος.
Το φυτό το βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα σαν καλλιεργούμενο στους κήπους και στις γλάστρες των σπιτιών για την καλλωπιστική του αξία. Ανθίζει από την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι ανάλογα με την εποχή σποράς.
Ο βασιλικός κατάγεται από την Ινδία όπου ήταν ιερό φυτό αφιερωμένο στον Κρίσνα και τον Βισνού. Ωστόσο από την αρχαιότητα μεταφέρθηκε στην Ευρώπη όπου έγινε πολύ δημοφιλής στην λεκάνη της Μεσογείου.
Στην Ελλάδα το έφερε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν από την εκστρατεία του στις Ινδίες μεταξύ των άλλων έφερε και το του βασιλέως φυτό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν εκτιμούσαν το φυτό καθώς πίστευαν ότι οι σκορπιοί προτιμούσαν να φωλιάζουν κάτω από τις γλάστρες του και ότι η έντονη μυρωδιά του ήταν είδος κατάρας. Τον θεωρούσαν λοιπόν σημάδι θανάτου. Αντίθετα οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ερωτικό φίλτρο, σημάδι αγάπης και φυλακτό. Οι Αιγύπτιοι τον χρησιμοποιούσαν μαζί με άλλα φυτά στις ταριχεύσεις και οι Γαλάτες το χρησιμοποιούσαν σε τελετές εξαγνισμού μαζί με νερό πηγής.
Πιθανόν από εκεί να κρατάει τις ρίζες του και το χριστιανικό έθιμο του αγιασμού με τον βασιλικό. Οι νεοέλληνες αντίθετα με τους προγόνους τους εκτιμούν το φυτό και πιστεύουν ότι απωθεί τα κουνούπια. Το χρησιμοποιούν μάλιστα πολύ στην μαγειρική. Ο βασιλικός χρησιμοποιείται στην κηπουρική, την αρωματοποιία, την μαγειρική, την ζαχαροπλαστική και σαν θεραπευτικό υλικό.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: το ρόφημα καταπραΰνει τους σπασμούς της κοιλιάς, τη νεύρωση στομάχου, τις ημικρανίες και βοηθά στη μνήμη. Τα φύλλα του φυτού βοηθούν στη δυσκοιλιότητα όταν φαγωθούν τρυφερά.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος
αφέψημα: βράζουμε κλαδάκια και φύλλα βασιλικού και πίνουμε το αφέψημα χλιαρό.

Τρόπος παρασκευής σαλάτας
Παίρνουμε τρυφερά κλαδάκια φρέσκου βασιλικού τα κάνουμε σαλάτα με λάδι και τα τρώμε.

Εξωτερική: Γνωστό αντισηπτικό. Το βάφτισμα των φύλλων μέσα στο νερό για αρκετή ώρα έχει σαν αποτέλεσμα να μη μουχλιάζει το νερό αυτό. Γι’ αυτό και ο βασιλικός χρησιμοποιείται από την Εκκλησία για τον αγιασμό του νερού.

Δεντρολίβανο-Ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός-Rosmarinus Officinalis

Περιγραφή: Φυτό θαμνώδες πολυετές, φρυγανώδες και αειθαλές. Τα κλαδιά του είναι ξυλώδη στη βάση και τρυφερά στις κορυφές. Τα φύλλα του είναι πυκνά, άμισχα, γραμμωτά σαν βελόνες έλατου.
Τα άνθη του βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων και είναι σε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα και σπάνια λευκό. Το φυτό το βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα σαν καλλιεργούμενο στους κήπους και σε πάρκα. Υπάρχει και αυτοφυές σε ορεινές περιοχές συνήθως στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και τα νησιά. Ανθίζει άνοιξη – καλοκαίρι. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι είναι τονωτικό του εγκεφάλου.
Οι νεαροί σπουδαστές συνήθιζαν να φορούν γιρλάντες από δεντρολίβανο στον λαιμό ή να πλέκουν κλαδιά στα μαλλιά τους όταν είχαν εξετάσεις για να διεγείρουν τη μνήμη τους. Το δεντρολίβανο είναι ένα από τα φυτά που χρησιμοποιεί η εκκλησία μας στους αγιασμούς. Είναι πολύ διαδεδομένο σαν συστατικό της ελληνικής κουζίνας.
Το δεντρολίβανο χρησιμοποιείται στην κηπουρική, την αρωματοποιία, την μαγειρική, την ζαχαροπλαστική και σαν θεραπευτικό υλικό.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: το ρόφημα καταπραΰνει τους σπασμούς της κοιλιάς, και είναι αντιδιαβητικό και κατά του άσθματος. Το κρασί είναι τονωτικό για την καρδιά και την όραση.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος Αφέψημα: βράζουμε άνθη και φύλλα δεντρολίβανου μια κουταλιά του γλυκού σε ένα φλιτζάνι νερό και πίνουνε 2 φορές την ημέρα.

Τρόπος παρασκευής κρασιού Βάζουμε σε ένα μπουκάλι λευκό κρασί μερικά κλωνάρια δεντρολίβανου και τα αφήνουμε για αρκετές μέρες. Πίνουμε 1 ποτήρι την ημέρα.

Εξωτερική: Αντισηπτικό για πληγές. Ρίχνουμε επάνω στην πληγή σκόνη από τριμμένα φύλλα δεντρολίβανου. Μπάνιο σε αφέψημα δεντρολίβανου καταπραΰνει τους ρευματισμούς.

Επίσης σε συνδυασμό με άλλα βότανα είναι αποτελεσματικό κατά της τριχόπτωσης.

Φασκόμηλο-Ελελίσφακος ο φαρμακευτικός-Salvia Officinalis

Περιγραφή: Φυτό πολυετές με πολλά κλαδιά μέχρι 50 εκ. ύψος, ξυλώδη στη βάση τους και τρυφερά στις κορυφές. Τα φύλλά του είναι στενόμακρα μυτερά χνουδωτά και γκριζοπράσινα. Κάθε χειμώνα βγάζει καινούριους τρυφερούς βλαστούς.
Στο τέλος της άνοιξης βγαίνουν τα λουλούδια με χρώμα πολύ ανοιχτό βιολετί. Το φασκόμηλο κυρίως βρίσκεται στην Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο- Νησιά), αλλά γενικά στη χώρα μας υπάρχουν 20 είδη φασκόμηλου.
Προτιμά ηλιόλουστες περιοχές και πετρώδη, άγονα εδάφη.

Οι Κινέζοι το ονομάζουν ελληνικό βραστάρι και το θεωρούν καλύτερο από το τσάι. Οι Γάλλοι το ονομάζουν ελληνικό τσάι και το χρησιμοποιούν όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι όχι μόνο για φαρμακευτικούς αλλά και για μαγειρικούς σκοπούς. Οι Άραβες θεωρούσαν ότι μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα. Στην αρχαιότητα οι πρόγονοί μας το χρησιμοποιούσαν σαν πολυφάρμακο και έχει εκθειαστεί από τον Ιπποκράτη, τον Διοσκουρίδη τον Γαληνό και τον Αέτιο. Οι Λατίνοι το θεωρούσαν ιερό φυτό και το χρησιμοποιούσαν σε τελετές. Ήταν το φυτό της αθανασίας.

Η χρήση του είναι εσωτερική και εξωτερική.

Εσωτερική: είναι τονωτικό, βοηθά στην ατονία του στομάχου, στην ελάττωση μνήμης, στο κρυολόγημα, και στην έντονη εφίδρωση.

Τρόπος παρασκευής ροφήματος:
για αφέψημα βράζουμε μια κουταλιά του γλυκού φρέσκα ή αποξηραμένα φύλλα σε ένα μπρίκι νερό, το σουρώνουμε και το πίνουμε ζεστό ή κρύο ανάλογα με την εποχή.

Εξωτερική: ανακούφιση προσφέρουν τα φρέσκα φύλλα, αν τα τρίψουμε σε περιοχές με τσιμπήματα εντόμων ή σε πληγές με πύο. Γαργάρες με το αφέψημα καταπραΰνουν τον ερεθισμό των ούλων και του λαιμού.
Το συχνό λούσιμο με το αφέψημα είναι καλό για την τριχόπτωση, και οι με ζεστό βραστάρι είναι τονωτικές για το δέρμα του προσώπου. Χρησιμοποιείται επίσης στην μαγειρική για να νοστιμίζει κυρίως φαγητά με κρεατικά. Στο είδος Salvia υπάρχουν και ποικιλίες που καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς.

ΚΑΠΑΡΗ – ΚΑΠΠΑΡΗ

Η κάπαρη ή κάππαρη (Capparis spinosa ή Flinders rose) είναι θάμνος πολυετής και φυλλοβόλος, που έχει στρογγυλεμένα, σαρκώδη φύλλα και μεγάλα λευκά με ροζ-λευκά λουλούδια. Το φυτό είναι περισσότερο γνωστό για τα βρώσιμα μπουμπούκια των ανθέων (κάπαρη), που συχνά χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα, καθώς και του καρπού (καρπός κάππαρης), που και τα δύο καταναλώνονται συνήθως ως τουρσί. Άλλα είδη Capparis συλλέγονται επίσης μαζί με την C. spinosa για τα μπουμπούκια ή τους καρπούς τους. Τα άλλα τμήματα του φυτού της κάπαρης χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών.

Η Capparis spinosa είναι παρούσα σε όλες σχεδόν τις χώρες στην περιοχή της Μεσογείου, και συμπεριλαμβάνεται στις ανθικές συνθέσεις των περισσότερων χωρών, αλλά είναι αβέβαιο, αν το φυτό είναι ενδημικό στην περιοχή αυτή. Αν και η χλωρίδα της περιοχής της Μεσογείου έχει σημαντικά ενδημικά στοιχεία, ο θάμνος της κάπαρης θα μπορούσε να έχει τις ρίζες του στις τροπικές περιοχές ή στις ξηρές περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Ασίας, και αργότερα να εγκλιματίστηκε στη λεκάνη της Μεσογείου. Η κάππαρη μπορεί σήμερα να βρεθεί άγρια σε όλη την Μεσόγειο, και συχνά καλλιεργούμενη (π.χ. στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Αλγερία. Επιπλέον, το Ιράν, η Κύπρος και η Ελλάδα παράγουν σημαντικές ποσότητες).

Η κάπαρη και οι σχετικές με αυτήν λέξεις σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες μπορούν να αναχθούν στην κλασική λατινική capparis «caper». Η λατινική capparis, με τη σειρά της, έχει δανειστεί το όνομα από την ελληνική κάππαρις (kapparis), της οποίας η προέλευση (όπως και αυτή του φυτού) είναι άγνωστη, αλλά πιθανόν κατάγεται από την δυτική ή την κεντρική Ασία. Μια άλλη θεώρηση συνδέσει την κάππαρη με το όνομα του νησιού Κύπρος (Cyprus, Kypros), όπου φυτρώνουν άφθονα φυτά κάπαρης.

Ο θάμνος κάπαρη (Capparis spinosa) έχει ενταχθεί ως ένα ιδιαίτερο στοιχείο πολιτισμού σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Η οικονομική σπουδαιότητα του φυτού οδήγησε σε σημαντική αύξηση τόσο στην καλλιεργούμενη έκταση όσο και στα επίπεδα παραγωγής του από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι κυριότερες περιοχές παραγωγής της κάππαρης είναι σε άγρια και τραχιά περιβάλλοντα, όπως αυτά που υπάρχουν στο Μαρόκο, στη νοτιοανατολική Ιβηρική Χερσόνησο, την Τουρκία και τα ιταλικά νησιά Pantelleria και Salina. Αυτό το είδος έχει αναπτύξει ειδικούς μηχανισμούς για να επιβιώνει στις μεσογειακές συνθήκες, και η εισαγωγή του σε ημιξερικά εδάφη μπορεί να βοηθήσει να αποφευχθεί η διατάραξη της ισορροπίας αυτών των ευαίσθητων οικοσυστημάτων.

Ξηρή θερμότητα και έντονη ηλιοφάνεια είναι το προτιμώμενο περιβάλλον για τα φυτά κάπαρης. Είναι παραγωγικά σε ζώνες που έχουν 350 χιλιοστά ετήσιας βροχόπτωσης (ως επί το πλείστον μήνες του χειμώνα και της άνοιξης) και επιβιώνουν εύκολα σε θερμοκρασίες που το καλοκαίρι φθάνουν πάνω από 40° C (105° F). Ωστόσο, αν και η κάππαρη είναι φυτό ευαίσθητο στο κρύο, έχει ανθεκτικότητα σε θερμοκρασίες παρόμοιες με την ελιά (-8° C, 18° F)

Τα φυτά που βρίσκονται ελεύθερα στη φύση, μεγαλώνουν ανάμεσα σε χαραμάδες και σχισμές των βράχων και σε πέτρινους τοίχους. Αναπτύσσονται καλά σε φτωχά από θρεπτικές ουσίες εδάφη, γρήγορα στραγγιζόμενα και χαλικώδη. Τα πλήρως αναπτυγμένα φυτά σχηματίζουν μεγάλο ριζικό σύστημα, που διεισδύει βαθιά μέσα στη γη. Η κάπαρη είναι ανθεκτική στο αλάτι και ανθίζει κατά μήκος των ακτών της θάλασσας και μέσα σε ζώνες που βρέχονται από κύματα.

Τα φυτά είναι μικροί θάμνοι και μπορούν να φθάσουν περίπου το ένα μέτρο ύψος, σε όρθια θέση. Ωστόσο, τα μη καλλιεργούμενα φυτά κάπαρης πιο συχνά γέρνουν μπροστά και κρέμονται, ενώ εξαπλώνονται καλύπτοντας ακατάστατα το έδαφος, καθώς αγωνίζονται πάνω στο χώμα και τις πέτρες. Η βλάστηση της κάππαρης καλύπτει σαν τέντα την επιφάνεια του εδάφους και αυτό βοηθά στη διατήρηση αποθέματος νερού στο εδάφους. Οι προεκτάσεις στη βάση των φύλλων μπορεί να μετασχηματιστούν σε αγκάθια. Τα λουλούδια γεννιούνται στα πρωτοετή κλαδιά.

Το θαμνώδες φυτό σχηματίζει πολλές διακλαδώσεις με εναλλασσόμενα φύλλα, τα οποία είναι παχιά και λαμπερά και έχουν σχήμα στρογγυλό, ωοειδές. Τα λουλούδια είναι πλήρη, γλυκά αρωματικά, εντυπωσιακά, με τέσσερα σέπαλα, τέσσερα λευκά – λευκοροζέ πέταλα, πολύ μεγάλους βιολετί χρώματος στήμονες, και ένα στίγμα που συνήθως αναπτύσσεται πολύ πιο πάνω από τους στήμονες.

Η ομορφιά των λουλουδιών της κάππαρης είναι τόσο εύθραυστη και βραχύβια, όπως και των λουλουδιών της παπαρούνας, που είναι παροιμιώδης για το γρήγορη μαρασμό τους: τα ντελικάτα, άσπρο-κρεμ πέταλα και οι έντονα μωβ στήμονες παραμένουν μόνο λίγες ώρες. Επιπλέον, τα λουλούδια σπάνια γίνονται ορατά στους κήπους κάπαρης, καθώς τα μπουμπούκια της πρέπει να συλλέγονται πριν ανοίξουν. Παρ’ όλα αυτά, τα λουλούδια των άγριων θάμνων κάπαρης είναι μια κοινή εικόνα σε όλες τις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, φτάνοντας μέχρι τη Σαχάρα της Βόρειας Αφρικής και τις ξηρές περιοχές της Κεντρικής Ασίας, όπου το φυτό πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του.

Αλατισμένα ή τουρσί τα βλαστάρια και τα μπουμπούκια της κάπαρης χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα ή γαρνιτούρα. Η κάπαρη είναι ένα κοινό συστατικό στη μεσογειακή κουζίνα, ιδιαίτερα της Κύπρου, της Ιταλίας και της Μάλτας. Ο ώριμος καρπός του θάμνου κάππαρη προετοιμάζεται με παρόμοιο τρόπο και διατίθενται στο εμπόριο ως καρπός κάπαρης.

Η κάπαρη έχει μια έντονη πικάντικη γεύση και με την προσθήκη οξύτητας προσδίδει ένα περίεργο άρωμα και αλμυρότητα σε φαγητά, όπως σάλτσες για ζυμαρικά, πίτσα, ψάρια, κρέατα και σαλάτες. Η γεύση της κάπαρης μπορεί να περιγραφεί ως παρόμοια με εκείνη της μουστάρδας και του μαύρου πιπεριού. Στην πραγματικότητα, η έντονη γεύση της κάπαρης προέρχεται από το σιναπέλαιο (έλαιο μουστάρδας).

Τα μπουμπούκια πρέπει να συλλέγονται το πρωί, αμέσως πριν από την ανθοφορία. Τα μπουμπούκια, όταν είναι έτοιμα για συλλογή, έχουν ένα σκούρο πράσινο χρώμα σαν της ελιάς και περίπου το μέγεθος ενός φρέσκου σπυριού καλαμποκιού. Αφού συλλεχθούν, στη συνέχεια, γίνονται τουρσί είτε σε άλμη είτε σε διάλυμα αλατιού με ξύδι, και στραγγίζονται. Δεν γίνονται ποτέ αποξηραμένα. Λιγότερο συχνά, η κάπαρη συντηρείται συσκευασμένη με χοντρό αλάτι, που πρέπει να ξεπλυθεί πριν από τη χρήση. Η έντονη γεύση τους αναπτύσσεται καθώς απελευθερώνεται σιναπέλαιο (glucocapparin) από κάθε μπουμπούκι κάπαρης. Αυτή η ενζυματική αντίδραση οδηγεί επίσης στο σχηματισμό της ρουτίνης, που συχνά εμφανίζεται σαν κρυσταλλώδεις λευκές κηλίδες στην επιφάνεια κάθε μεμονωμένου μπουμπουκιού κάπαρης.

Η κάπαρη είναι ένα ξεχωριστό συστατικό στην ιταλική κουζίνα, κυρίως στη μαγειρική της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας. Χρησιμοποιείται συνήθως σε σαλάτες, σαλάτες ζυμαρικών, πίτσες, πιάτα με βάση το κρέας και σάλτσες ζυμαρικών. Παραδείγματα χρήσης της στην ιταλική κουζίνα είναι το κοτόπουλο και η μακαρονάδα πουτανέσκα. Η κάπαρη είναι επίσης γνωστή σαν ένα από τα συστατικά της σως ταρτάρ. Σερβίρεται συχνά με κρύο καπνιστό σολομό ή συνοδεύει πιάτα σολομού (ειδικά τον lox με τυρί κρέμα). Η κάπαρη μερικές φορές υποκαθιστά τις ελιές σαν γαρνιτούρα στο μαρτίνι. Αν τα μπουμπούκια της κάπαρης δεν συλλεχθούν, τότε ανθίζουν και παράγουν τον καρπό της κάπαρης. Ο καρπός μπορεί να γίνει τουρσί και στη συνέχεια σερβίρεται ως ελληνικός μεζές. Τα φύλλα της κάπαρης, τα οποία είναι δύσκολο να βρεθούν έξω από την Ελλάδα, χρησιμοποιούνται κυρίως σε σαλάτες και πιάτα με ψάρι. Γίνονται τουρσί ή βραστά και διατηρούνται σε βάζα με άλμη – όπως και τα μπουμπούκια της κάππαρης. Τα αποξηραμένα καπαρόφυλλα χρησιμοποιούνται επίσης ως ένα υποκατάστατο της πυτίας (ένζυμο πήξης) στην κατασκευή υψηλής ποιότητας τυριού.

Ο φλοιός της ρίζας της κάπαρης και τα φύλλα της μπορεί να έχουν κάποια αντικαρκινική δράση. Στην πραγματικότητα, τα προϊόντα υδρόλυσης του ινδολο-3-υλομεθυλο γλυκοζινολιτών έχουν αντικαρκινική δράση. Παρόλο που η κατανάλωση κάπαρης είναι χαμηλή σε σύγκριση με την πρόσληψη άλλων μεγάλων διαιτητικών πηγών γλυκοσινολιτών (άσπρο λάχανο, μπρόκολο και κουνουπίδι), μπορεί να συμβάλλει στην ημερήσια δόση των φυσικών αντικαρκινογόνων που μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Οι γλυκοζινολίτες είναι επίσης γνωστοί για τον έλεγχο σε προκληθείσα βρογχοκήλη (αντι-θυρεοειδική δραστικότητα). Επίσης, η ρουτίνη και η κερκετίνη μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη του καρκίνου. Το σελήνιο, που υπάρχει στην κάπαρη σε υψηλές συγκεντρώσεις σε σύγκριση με άλλα φυτικά προϊόντα, έχει επίσης συσχετιστεί με την πρόληψη ορισμένων μορφών καρκίνου.

Για την κάπαρη λέγεται ότι μειώνει το φούσκωμα και έχει αντι-ρευματικές ιδιότητες. Στην αγιουβέρδα ιατρική η κάπαρη (Κάππαρη = Capers=Himsra) καταγράφεται ως ηπατικό διεγερτικό και προστατευτικό, που βελτιώνει τη λειτουργία του ήπατος. Επίσης, έχει αναφερθεί η χρήση της για αρτηριοσκλήρωση, ως διουρητικό, απολυμαντικό νεφρών, ανθελμινθικό (για καταπολέμηση παρασιτικών σκουληκιών) και τονωτικό. Εγχύματα και αφεψήματα από φλοιό ρίζας κάπαρης έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για την υδρωπικία, αναιμία, αρθρίτιδα και ουρική αρθρίτιδα. Η κάππαρη περιέχει σημαντικές ποσότητες από την αντι-οξειδωτική βιοφλαβίνη (bioflavinoid) ρουτίνη. Εκχυλίσματα κάπαρης και πολτός έχουν χρησιμοποιηθεί σε καλλυντικά, αλλά έχει αναφερθεί δερματίτιδα εξ επαφής και ευαισθησία από τη χρήση τους.

Στην ελληνική λαϊκή ιατρική, ένα τσάι βοτάνων που γίνεται από ρίζα και νεαρούς βλαστούς κάπαρης θεωρείται ευεργετικό κατά των ρευματισμών. Ο Διοσκουρίδης (MM 2.204t) παρέχει επίσης οδηγίες για τη χρήση των νεαρών βλαστών, της ρίζας, των φύλλων και των σπόρων προς θεραπεία της δυσουρίας και της φλεγμονής.

Η κάππαρη χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, για να διευκολύνει την εξαγωγή αερίων, όπως το ρέψιμο και ο αερισμός. Συναντάται σε αρχαιολογικά ευρήματα, με τη μορφή απανθρακωμένων σπόρων και σπάνια σαν μπουμπούκια ανθέων και καρπών από την αρχαϊκή εποχή και στην περίοδο της κλασικής αρχαιότητας. Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (εγκυκλοπαίδεια γαστρονομίας) δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην κάπαρη, όπως και ο Πλίνιος (NH XIX, XLVIII.163) και ο Θεόφραστος.

Τσουκνίδα (Urtica dioica)

Τσουκνίδα ένας θησαυρός στον κήπο μας με πολλές θεραπευτικές ιδιότητες και οφέλη για την υγεία μας. Όταν σκεφτόμαστε τσουκνίδα μας έρχεται στο νου το τσίμπημα της κάθε φορά που την ακουμπάμε. Κι όμως χωρίς αυτό το ιδιαίτερο τσίμπημα της θα είχε καταστραφεί από τα έντονα και τα ζώα. Είναι η δική της ασπίδα προστασίας γι’αυτό πρέπει να φοράμε πάντα γάντια όταν την συλλέγουμε. Η τσουκνίδα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές της ιδιότητες, για τα τρόφιμα και για την παραγωγή υφάσματος.
Η τσουκνίδα ανήκει στο γένος φυτών Urtica της οικογένειας Urticaceae της οποίας το όνομα προέρχεται από το λατινικά uro που σημαίνει “κάψιμο”. Υπάρχουν περισσότερα από 500 είδη σε όλο τον κόσμο. Η χρήση της ως φαρμακευτικό φυτό χρονολογείται από την Αρχαία Ελλάδα όπου χρησιμοποιήθηκε ως διουρητικό και καθαρτικό. Ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ) συνέστησε την τσουκνίδα για την θεραπεία 61 ασθενειών. Ο Έλληνας ιατρός Γαληνός στο βιβλίο του “De Simplicibus Medicamentis ad Paternainum (espurio)” συνιστούσε την τσουκνίδα ως διουρητικό, καθαρτικό και για τη θεραπεία των δαγκωμάτων από τους σκύλους, της γάγγραινας, των οιδημάτων, της ρινορραγίας, της υπερβολικής εμμηνόρροιας, για τις ασθένειες που σχετίζονται με την σπλήνα, της πλευρίτιδας, της πνευμονίας, του άσθματος, των έλκων στο στόμα και στην αντιμετώπιση της τριχοφυΐας. Διακόσια χρόνια μετά τον Γαληνό ο Αππούλήιος Πλατόνικους στο βιβλίο του “Herbarium of Apuleius” αναφέρει την τσουκνίδα σε συνδυασμό με την κάνναβη για την θεραπεία των συμπτωμάτων ρίγους μετά από έγκαυμα.
Τον Μεσαίωνα η τσουκνίδα χρησιμοποιήθηκε για την θεραπεία του έρπητα ζωστήρα, της δυσκοιλιότητας, της ξηρής ασθένειας η οποία κατά πάσα πιθανότητα σήμαινε προβλήματα με τα ιγμόρεια ή τους πνεύμονες, του βλεννογόνους και το δέρμα.

Η τσουκνίδα κατάγεται από την Ευρώπη αλλά επίσης βρέθηκε σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά. Στη Εποχή του Χαλκού στη Δανία βρέθηκαν σάβανα που είχαν κατασκευαστεί από ίνες τσουκνίδας κάτι που δηλώνει ότι την χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή υφασμάτων. Υπάρχουν επίσης, ενδείξεις ότι στη νεολιθική εποχή έχει χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία χορδών.

Οι Ευρωπαίοι και οι ιθαγενείς της Αμερικής χρησιμοποιούσαν τις ίνες από τσουκνίδα για να κάνουν καραβόπανα, σχοινιά και δίχτυα για την αλιεία. Αυτές οι ίνες χρησιμοποιήθηκαν επίσης και για την παραγωγή υφάσματος παρόμοιο στην υφή και την εμφάνιση με τα μεταξένια σεντόνια. Στη Σκωτία η τσουκνίδα χρησιμοποιήθηκε τον 17ο αιώνα και ισχυρίστηκαν ότι με τις ίνες της κατασκεύαζαν τα πιο ανθεκτικά υφάσματα. Η τσουκνίδα λόγω της υψηλής περιεκτικότητας της σε χλωροφύλλη το αφέψημα της χρησιμοποιήθηκε για να παράγει μια πράσινη βαφή για τα ρούχα.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία και η Αυστρία χρησιμοποίησαν τις ίνες της τσουκνίδας ως υποκατάστατο του βαμβακιού για τις στρατιωτικές στολές τους. Στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε 100 τόνους τσουκνίδες για να εξάγει το πράσινο χρώμα και να το χρησιμοποιήσει για καμουφλάζ. Στην Αρχαία Αίγυπτο χρησιμοποιήθηκε για τις θεραπευτικές της ιδιότητες για την ανακούφιση από τους πόνους της αρθρίτιδας και της οσφυαλγίας. Μια πρακτική που την συναντούμε σε πολλούς πολιτισμούς για χιλιάδες χρόνια είναι το αυτομαστίγωμα με φρέσκια τσουκνίδα γνωστή ως “urtification”. Την πρακτική αυτή την συνιστούσαν σε άτομα που αντιμετώπιζαν χρόνιους ρευματισμούς, παράλυση, τύφο και χολέρα.

Οι Ρωμαίοι έφεραν τα δικά τους φυτά τσουκνίδας στα βρετανικά νησιά για την αντιμετώπιση της κόπωσης και την τόνωση της κυκλοφορίας των ποδιών. Οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν την τσουκνίδα για την θεραπεία της ακμής, της διάρροια και για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Σήμερα κοινώς χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των αλλεργιών, του πυρετού, του λύκου και της αρθρίτιδας. Τον δέκατο έκτο αιώνα ο βοτανολόγος John Gerard χρησιμοποίησε την τσουκνίδα ως αντίδοτα για δηλητηριάσεις. Τον δέκατο αιώνα ο Nicholas Culpeper βοτανολόγος, γιατρός και αστρολόγος συνιστούσε γαργάρες με τσάι τσουκνίδας με μέλι για την θεραπεία των λοιμώξεων του στόματος. Ο Culpeper επίσης ανέφερε ότι η τσουκνίδα βοηθάει στην απομάκρυνση των λίθων από την ουροδόχο κύστη, λειτουργεί ως αντισηπτικό στις δερματικές παθήσεις, βοηθάει στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδα, της ισχιαλγίας, στην μείωση των πόνων στις αρθρώσεις και χρησιμεύει ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη τσιμπήματα.

Τον δέκατο ένατο αιώνα ο Henry Phelps Brown λόγω τις διουρητικές και τονωτικές της ιδιότητες την συνιστούσε την τσουκνίδα για την θεραπεία της δυσεντερίας, των αιμορροΐδων, των λίθων στα νεφρά, την θεραπεία της βρεφικής διάρροιας, του εκζέματος και στη αντιμετώπιση του πυρετού. Η τσουκνίδα έχει αναγνωριστεί για τις τονωτικές της ιδιότητες και την πλούσια περιεκτικότητα της σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία. Παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν για τη θεραπεία του σκορβούτου, της αναιμίας και της κόπωσης. Το αφέψημα τσουκνίδας έχει βρεθεί ότι βοηθάει στην αύξηση του γάλακτος τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Οι γυναίκες στη Βόρεια Αμερική κατά την διάρκεια του τοκετού μασούσαν κλωναράκια τσουκνίδας και έπιναν αφέψημα τσουκνίδας για να χαλαρώσουν τους μύες. Αποξηραμένα φύλλα τσουκνίδας σε μορφή σκόνης εφαρμόζονται τοπικά ή εισπνέονται για την αντιμετώπιση της ρινορραγίας.

Για το τσίμπημα από τα μικρά αγκαθάκια που βρίσκονται στο μίσχο της τσουκνίδας η ίδια η τσουκνίδα δίνει και την θεραπεία. Τσουκνίδα σε μορφή βάμματος εφαρμόζεται τοπικά για την θεραπεία της κνίδωσης ή του εξανθήματος από το τσίμπημα. Σήμερα οι θεραπευτικές ιδιότητες της τσουκνίδας είναι γνωστές και συνεχώς γίνονται νέες μελέτες και έρευνες για να διερευνηθεί η χρήση της και στην θεραπεία πολλών παθήσεων όπως της αλλεργικής ρινίτιδας, των ρευματικών παθήσεων, των δερματικών παθήσεων, της αναιμίας, της υπερπλασίας του προστάτη, της υψηλής αρτηριακής πίεσης και των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέρη του φυτού και κάθε μέρος του συμβάλλει στην θεραπεία διαφορετικών παθήσεων. Τα φύλλα, οι μίσχοι και η ρίζα της μπορούν να καταναλωθούν ως αφέψημα ή μαγειρεμένα. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως διουρητικό, για την θεραπεία της αρθρίτιδας, της ρευματοειδής αρθρίτιδας, των ρευματισμών, της προστατίτιδας, της υψηλής αρτηριακής πίεσης και της αλλεργικής ρινίτιδας.

Η ρίζα συνιστάται ως διουρητικό για την ανακούφιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη αλλά κι άλλων προβλημάτων του προστάτη και για τη θεραπεία ή την πρόληψη της φαλάκρας.

Για πάνω από 2.000 χρόνια οι γιατροί έχουν αναγνωρίσει τις θεραπευτικές ιδιότητες του βοτάνου τόσο για εσωτερική όσο για εξωτερική αιμορραγία και θεωρήθηκε ένα πολύ καλό καθαριστής για το αίμα. Είναι ένα βότανο με χίλιες χρήσεις με οφέλη για την υγεία και την ομορφιά.

Για χρήση από το στόμα μπορούμε να το φτιάξουμε τσάι και βάμμα ενώ για τοπικές εφαρμογές μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έγχυση τσουκνίδας. Διατροφική Αξία Η τσουκνίδα είναι βότανο στυπτικό, αποχρεμπτικό, τονωτικό, αντιφλεγμονώδη, αιμοστατικό, αντιαναιμικό, αντιδιαβητικό και με διουρητικές ιδιότητες.

Είναι πλούσια σε βιταμίνες A, C, E, Κ, B1, B2, B3 και Β5. Επίσης είναι πλούσια σε λιπαρά οξέα, ασβέστιο, φλαβονοειδή, σίδηρο, φυλλικό οξύ, θείο, κάλιο, μαγνήσιο, μαγγάνιο, φώσφορο, σελήνιο και ψευδάργυρο. Περιέχει επίσης και πολλά φυτοχημικά στοιχεία όπως λυκοπένιο, β-καροτένιο, καφεϊκό οξύ, μηλικό οξύ, οξικό οξύ και βεταϊνη που εμποδίζουν την δημιουργία ελεύθερων ριζών που προκαλείται από βλάβη στα κύτταρα και το DNA. Η τσουκνίδα έχει αντιφλεγμονώδης, διουρητικές, αναλγητικές ιδιότητες και αποχρεμπτικές ιδιότητες και μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην ανακούφιση από αναπνευστικές δυσκολίες και τη διάλυση και την εκκαθάριση την περίσσεια βλέννα από τους πνεύμονες. Γι’αυτό και το τσάι τσουκνίδας είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη θεραπεία του βήχα.

Χρήσεις Εσωτερικά η τσουκνίδα χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, του αλτσχάιμερ, της αρθρίτιδας, του άσθματος, των λοιμώξεων της ουροδόχου κύστης, της βρογχίτιδας, της θυλακίτιδας, της ουλίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας, της κνίδωσης, της λαρυγγίτιδας, της σκλήρυνσης κατά πλάκας, του θυρεοειδούς, των αιμορροΐδων, της νεαυραλγίας, των παθήσεων του δέρματος, της ισχυαλγίας, της ιγμορίτιδας, της αλλεργικής ρινίτιδας, των αιμορροϊδων, του έλκους, της φλεγμονής του εντέρου του προστάτης, της τενοντίτιδας, των πέτρων στα νεφρά, των παθήσεων του παγκρέατος, του ήπατος, των εντέρων και της χοληδόχου κύστης.

Εξωτερικά είναι ένα από τα καλύτερα βότανα για την θεραπεία της λιπαρότητας των μαλλιών και της πιτυρίδας. Τσάι τσουκνίδας Στην εναλλακτική ιατρική το τσάι τσουκνίδα το χρησιμοποιούν ως γενικό τονωτικό για την υγεία, στη θεραπεία της αναιμίας, του ίκτερου, του άσθματος, του καρκίνου, του διαβήτη, της βρογχοκήλης, των προβλημάτων στα νεφρά, για το σύνδρομο δυσαπορρόφησης και των αλλεργιών όπως της αλλεργικής ρινίτιδας. Το τσάι τσουκνίδας μπορεί επίσης να βοηθήσει στη θεραπεία παθήσεων του κυκλοφοριακού συστήματος και στην ροή του αίματος. Είναι ιδιαίτερα ευεργετική σε άτομα που πάσχουν από βαριά ή υπερβολική εμμηνόρροια, από ρινορραγία, αιμορροΐδες, του κρυολογήματος, στις εντερικές διαταραχές, στην υψηλή αρτηριακή πίεση, στον πόνο στις αρθρώσεις και στη θεραπεία των κιρσών.

Το Πανεπιστήμιου του Maryland συνιστά να καταναλώνουμε ημερησίως 3 έως 4 κούπες αφέψημα τσουκνίδας για τη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, της αλλεργικής ρινίτιδας και του καλοήθους καρκίνου του προστάτη. Το τσάι τσουκνίδας έχει καθαρτικές ιδιότητες, βοηθάει σε ασθένειες και φλεγμονές του ουροποιητικού συστήματος και της χολής. Είναι επίσης πολύ ευεργετικό σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη, επειδή μειώνει το σάκχαρο στο αίμα και το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα.
Είναι χρήσιμο ακόμη και στην εξάλειψη ιών και βακτηριακών μολύνσεων.Το τσάι τσουκνίδας μπορεί να παρασκευαστεί με φρέσκα και αποξηραμένα φύλλα σε ζεστό νερό. Εκτός από το τσάι τσουκνίδας μπορούμε εύκολα να παρασκευάσουμε χυμό τσουκνίδας. Συγκεντρώνουμε φρέσκα φύλλα τσουκνίδας, τα πλένουμε και τα απλώνουμε σε ένα χαρτί κουζίνας για να απορροφήσει όλα τα περιττά υγρά.
Τα βάζουμε στον αποχυμωτή και η πάστα που προκύπτει την φιλτράρουμε μέχρι να βγει ο χυμός της. Ένας άλλος τρόπος που μπορούμε να κάνουμε όταν δεν έχουμε αποχυμωτή είναι να βάλουμε τα φύλλα τσουκνίδας στο μπλέντερ με λίγο νερό και στη συνέχεια φιλτράρουμε τον πολτό τσουκνίδας.

Υπέρταση

Η τσουκνίδα βοηθάει σημαντικά στην ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Καταναλώνουμε μισή κούπα τσάι ή χυμό τσουκνίδας πριν από κάθε γεύμα. Νεφρική ανεπάρκεια

Η τσουκνίδα είναι ιδιαίτερα ευεργετική σε όσους πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια. Καταναλώνουμε μια κούπα τσάι ή χυμό τσουκνίδας κάθε πρωί μετά το ξύπνημα και για 30 ημέρες.

Αναιμία Η τσουκνίδα βοηθάει και στους ασθενείς που πάσχουν από αναιμία. Καταναλώνουμε έως 2 κούπες τσάι ή χυμό τσουκνίδας καθημερινά για 15 ημέρες. Αιμορραγία – Εμμηνόρροια – Εμμηνόπαυση

Η τσουκνίδα είναι πολύ ευεργετική σε όσες γυναίκες έχουν υπερβολική εμμηνόρροια. Μπορεί να βοηθήσει να ομαλοποιήσει την περίοδο και την ροή του αίματος. Το τσάι τσουκνίδας μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης.

Κατακράτηση υγρών – Απώλεια βάρους

Η τσουκνίδα ως διουρητικό βοηθάει στην αποβολή των τοξινών, στην αντιμετώπιση της κατακράτησης των υγρών και βοηθάει σημαντικά στην απώλεια βάρους. Είναι ένα πολύ ευεργετικό ρόφημα που δεν πρέπει να παραλείπει από κάθε δίαιτα.

Αλλεργίες

Η τσουκνίδα έχει χρησιμοποιηθεί για αιώνες για τη θεραπεία αλλεργικών συμπτωμάτων ιδιαίτερα της αλλεργικής ρινίτιδας και περιέχει δραστικές ενώσεις που μειώνουν την φλεγμονή.

Δέρμα
Η τσουκνίδα χρησιμοποιείται για την θεραπεία των παθήσεων του δέρματος της ακμής, των κονδυλωμάτων και του εκζέματος.

Ακμή:
Η τσουκνίδα μπορεί να βελτιώσει την υφή των ξηρών και λιπαρών επιδερμίδων. Καθαρίζει χωρίς να αφαιρεί τα φυσικά έλαια από το δέρμα καθιστώντας έτσι την τσουκνίδα ιδανική για την αντιμετώπιση της ακμής. Ένα έγχυμα από τσουκνίδα ή φυσικά προϊόντα όπως σαπούνια που περιέχουν τσουκνίδα βοηθάει να καθαρίσει βαθιά τους πόρους και στην εξάλειψη των μικροβίων που συμβάλλουν στη δημιουργία σπυριών.

Έκζεμα: Η τσουκνίδα όταν εφαρμόζεται τοπικά είτε ως αφέψημα είτε ως λάδι σκέτο ή σε αλοιφή βοηθάει στην ανακούφιση από τον κνησμό και στην ενίσχυση της πάσχουσας περιοχής.

Έγκαυμα: Βοηθάει σημαντικά στην επούλωση των εγκαυμάτων. Πόνος και Φλεγμονή Η τσουκνίδα χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες για την μείωση του πόνου και της φλεγμονής που σχετίζεται με τον τραυματισμό ή από ασθένεια.

Οι ασθενείς με αρθρίτιδα, ινομυαλγία, ασθενείς με λύκο και άλλες αυτοάνοσες διαταραχές και ασθένειες που σχετίζονται με πόνο μπορούν να ωφεληθούν από τη χρήση τσουκνίδας.

Το τσάι τσουκνίδας μπορεί να εφαρμοστεί στο δέρμα και να ανακουφίσει από μυϊκούς πόνους και πόνους στις αρθρώσεις.

Οστεοπόρωση
Μια κατάσταση στην οποία τα οστά γίνονται αδύναμα, εύθραυστα καθιστώντας ευάλωτα σε κατάγματα. Η οστεοπόρωση επιδεινώνεται με την ηλικία και μπορεί να προκαλέσει πόνο στην πλάτη, κύφωση και απώλεια ύψους. Η επιστημονική έρευνα υποστηρίζει ότι η τσουκνίδα βοηθάει στην ενίσχυση των οστών χάρη σε ορισμένες βιταμίνες που περιέχονται στην τσουκνίδα. Μπορεί να καταναλωθεί ως αφέψημα ή μαγειρεμένη ως σούπα. Μερικά από τα στοιχεία που περιέχονται στην τσουκνίδα και βοηθάνε σημαντικά στην απορρόφηση και χρησιμοποίηση του ασβεστίου είναι το μαγνήσιο και η βιταμίνη Κ η οποία έχει συνδεθεί με την προώθηση της οστικής πυκνότητας και την ενίσχυση των οστών.

Εγκυμοσύνη
Η τσουκνίδα έχει υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο και είναι εξαιρετική στην καταπολέμηση της αναιμίας και της κόπωσης. Βοηθάει στο συκώτι και στο γυναικείο ορμονικό σύστημα. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η τσουκνίδα προστατεύει από την αιμορραγία και ενισχύει το έμβρυο. Στις θηλάζουσες μητέρες προωθεί την παραγωγή γάλακτος.

Επίσης, είναι ιδιαίτερα διουριτική και συμβάλλει στην τόνωση των νεφρών γι’αυτό και βοηθάει τα καταπονημένα νεφρά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης επειδή η εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει έπειξη για ούρηση, κόπωση και πόνους στο σώμα η τσουκνίδα είναι μια ελκυστική θεραπευτική επιλογή για την μείωση αυτών των συμπτωμάτων. Η κλινική έρευνα δεν έχει δείξει ότι η τσουκνίδα είναι ασφαλή ή μη ασφαλή για τη χρήση της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Για την ασφάλεια της δικής μας και του εμβρύου μας πριν την κατανάλωση οποιοδήποτε βοτάνου πρέπει να συμβουλευόμαστε το γιατρό μας.

Αιμορροΐδες
Η τσουκνίδα λόγω των στυπτικών ιδιοτήτων της μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της διόγκωσης των αιμορροΐδων. Λόγω των στυπτικών ιδιοτήτων της μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία από μικροτραυματισμούς στο δέρμα.
Τα φρέσκα φύλλα τσουκνίδα όταν τοποθετούνται στο δέρμα και ιδιαίτερα στην περιοχή των νεφρών προκαλεί τσούξιμο και κάψιμο και επιδρά στην βαθιά χαλάρωση από ρευματικούς πόνους.

Λοιμώξεις Στόματος
Καθημερινές γαργάρες με τσάι τσουκνίδας ανακουφίζει και βοηθάει στην αντιμετώπιση λοιμώξεων του στόματος και του λαιμού.

Μαλλιά
Η τσουκνίδα μπορεί να βελτιώσει την υφή των ξηρών και λιπαρών μαλλιών. Καθαρίζει χωρίς να αφαιρεί τα φυσικά έλαια από το δέρμα και τα μαλλιά, καθιστώντας έτσι την τσουκνίδα ιδανική για την αντιμετώπιση της πιτυρίδας. Για τα μαλλιά εκτός από το σαπούνι ένα τελικό ξέβγαλμα με έγχυμα τσουκνίδα μπορεί να βοηθήσει να καθαρίσει το ξηρό δέρμα και η πιτυρίαση.
Παραδοσιακά οι βοτανολόγοι πιστεύουν ότι η τσουκνίδα μπορεί να αποκαταστήσει το φυσικό χρώμα των μαλλιών κι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για άτομα με γκρίζα μαλλιά.

Άλλες χρήσεις
Οργανικό παρασιτοκτόνο και φυσικό λίπασμα Οι μίσχοι και τα φύλλα της τσουκνίδας εμποτισμένα σε νερό χρησιμοποιείται ως οργανικό παρασιτοκτόνο και εφαρμόζεται σε φυτά για την αντιμετώπιση των ακάρεων και των αφίδων.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως φυσικό λίπασμα καθώς αναζωογονεί και βελτιστοποιεί τις συνθήκες του εδάφους και βελτιώνει την υγεία και την ευρωστία των φυτών.

Φλόμος – Verbascum Thapsus

Γνωρίζετε ότι σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι θεοί έδωσαν στον Οδυσσέα ένα κοτσάνι φλόμο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στα τεχνάσματα της Κίρκης;
Το Verbascum Thapsus (Μεγάλος Φλόμος ή κοινός Φλόμος) είναι ένα είδος του γένους φλόμου Verbascum με περίπου 360 είδη ανθοφόρων φυτών, της οικογένειας Scrophulariace, eενδημικό στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και την Ασία, αλλά έχει εισαχθεί στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Είναι ένα τριχωτό διετές φυτό που μπορεί να φτάσει τα 2 μέτρα ύψος και πάνω. Τα μικρά κίτρινα άνθη του είναι πυκνά και εμφανίζονται ομαδικά κατά μήκος ενός ψηλού κλαδιού, το οποίο αναπτύσσεται στο μέσο ενός μεγάλου ρόδακα φύλλων.
Φύεται σε πολλούς διαφορετικούς οικότοπους, αλλά προτιμά καλά φωτισμένα και ακαλλιέργητα εδάφη, όπου φυτρώνει εύκολα, μετά την άμεση έκθεση του εδάφους στο φως, από τους μακρόβιους σπόρους του που εξακολουθούν να υπάρχουν στο έδαφος. Είναι ένα κοινό ζιζάνιο, που ξεφυτρώνει από τους γόνιμους σπόρους που παράγει, αλλά σπάνια γίνεται επιθετικά επεμβατικό, αφού οι σπόροι του απαιτούν ανοικτό έδαφος για να βλαστήσουν. Αποτελεί πολύ μικρό πρόβλημα για τις περισσότερες γεωργικές καλλιέργειες, αφού δεν είναι πολύ ανταγωνιστικό είδος, δεν αντέχει στη σκιά άλλων φυτών και δεν μπορεί να επιβιώσει μετά το όργωμα. Ακόμη, φιλοξενεί πολλά έντομα, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι επιβλαβή για άλλα φυτά. Παρά το γεγονός ότι είναι εύκολο να αφαιρεθεί με το χέρι, είναι δύσκολο να εξαλειφθεί μόνιμα.

Το Verbascum Thapsus είναι ένα δικοτυλήδονο φυτό, που παράγει ένα ρόδακα φύλλων κατά το πρώτο έτος της ανάπτυξης. Τα φύλλα είναι μεγάλα, μήκους μέχρι 50 εκατοστά. Το δεύτερο έτος, τα φυτά παράγουν συνήθως ένα ενιαίο μη διακλαδισμένο στέλεχος, συνήθως 1-2 μέτρα ύψος. Το μακρύ σαν κοντάρι στέλεχός του καταλήγει σε πυκνή ταξιανθία λουλουδιών, που μπορεί να καταλαμβάνει έως και το μισό μήκος του. Όλα τα μέρη του φυτού καλύπτονται με τρίχωμα σε σχήμα αστεριού. Η κάλυψη αυτή κάνει ιδιαίτερα παχιά τα φύλλα, δίνοντάς τους μια ασημένια όψη. Ο αριθμός των χρωμοσωμάτων του είδους είναι 2n = 36.

Στα ανθισμένα φυτά, τα φύλλα βρίσκονται εναλλάξ μέχρι το σημείο που ξεκινάει το στέλεχος της ταξιανθίας. Είναι παχιά, με μεγάλη διακύμανση στο σχήμα, μεταξύ των πάνω και κάτω φύλλων, από λογχοειδή επιμήκη μέχρι οβάλ. Φτάνουν σε μήκος τα 50 εκατοστά και πλάτος τα 14 εκατοστά. Όσο πιο ψηλά βρίσκονται τα φύλλα τόσο μικρότερα γίνονται. Η ταξιανθία είναι συμπαγής και σταθερή, μήκους 2 με 2,5 εκατοστών, και περιστασιακά διακλαδισμένης ακριβώς στη βάση της, συνήθως μετά από κάποια βλάβη. Μετά την ανθοφορία και την απελευθέρωση των σπόρων, το στέλεχος και οι καρποί συνήθως παραμένουν και το χειμώνα, στεγνώνουν, γίνονται σκούροι καφέ, με άκαμπτη πυκνή δομή, ωοειδές σχήμα και αποξηραμένες κάψουλες που περιέχουν τους σπόρους. Τα ξερά κλαδιά επιμηκύνονται την επόμενη άνοιξη ή ακόμη και το επόμενο καλοκαίρι. Το φυτό παράγει μία ρηχή ρίζα.

Τα λουλούδια είναι πενταμερή, με πέντε στήμονες συνήθως, ένα λοβωτό (με 5 λοβούς) σωληνωτό κάλυκα και με στεφάνη από 5 πέταλα. Το τελικό χρώμα τους είναι έντονο κίτρινο και φτάνουν τα 1.5 με 3 εκατοστά πλάτος. Τα λουλούδια είναι σχεδόν άμισχα, με πολύ κοντούς μίσχους (2 χιλιοστών). Οι πέντε στήμονες είναι δύο τύπων, με τους τρεις ψηλότερους στήμονες μικρότερους, τα νημάτιά τους να καλύπτονται από κίτρινες ή υπόλευκες τρίχες και με μικρότερους ανθήρες, ενώ οι δύο χαμηλότεροι στήμονες έχουν λεία νήματα και μεγαλύτερους ανθήρες. Το φυτό παράγει μικρές, ωοειδείς κάψουλες (6 χιλιοστών). Κάθε κάψουλα χωρίζεται με δύο βαλβίδες και περιέχει μεγάλο αριθμό λεπτών καφέ σπόρων, μικρότερων από ένα χιλιοστό σε μέγεθος, με γραμμώσεις στην επιφάνεια. Εμφανίζεται ένα λευκόμορφο άνθος, το V. thapsus f. candicans, όπως είναι γνωστό. Η ανθοφορία διαρκεί μέχρι και τρεις μήνες, από τις αρχές ως τα τέλη του καλοκαιριού (Ιούνιος-Αύγουστος στην Βόρεια Ευρώπη), με την ανθοφορία να ξεκινά από το κάτω μέρος της βελόνας και να προχωρά προς τα πάνω ακανόνιστα. Κάθε λουλούδι ανοίγει για μέρος της ημέρας και μόνο μερικά άνθη είναι ανοικτά ταυτόχρονα γύρω από το στέλεχος.

Η επιστημονική ταξινόμηση για το φλόμο δεν έχει αλλάξει από τότε που ο Κάρολος Λινναίος (1707-1778 το) παρουσίασε στο Species Plantarum, το 1753. Το όνομα Βerbascum, που χρησιμοποίησε ο Πλίνιος για το V. Thapsus, ήταν το λατινικό όνομα για το φλόμο, Η λέξη είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από παραφθορά της λατινικής λέξης barbascum (γενειοφόρο φυτό, με προέλευση το λατινικό μπάρμπα, δηλ. γενειάδα), που αναφέρεται στις ίνες, σαν γένι, του φυτού. Το συγκεκριμένο επίθετο Thapsus είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από τον Θεόφραστο (Θάψος ή Θάψο). Το Thapsus ίσως να προέρχεται από το νησί της Σικελίας Θάψο, όπου στην αρχαιότητα ο φλόμος συγκεντρώνονταν σε αφθονία. Το Τυνήσιο νησί Thapsus είναι μια άλλη λογική εκδοχή. Επίσης, το όνομα μπορεί να προέκυψε από την ελληνική λέξη «thapsinos» (κίτρινος). Το φυτό έχει πράγματι κίτρινα λουλούδια και είναι κιτρινωπό ακόμα κι όταν στεγνώσει, ενώ οι ρωμαϊκές κυρίες έβαφαν κάποτε τα μαλλιά τους κίτρινα με λουλούδια φλόμου, που βουτούσαν σε ισχυρό αλκαλικό διάλυμα (πλούσιο σε αλυσίβα). Η αγγλική λέξη «mulleinς» προέρχεται από τη λατινική mollis, (ή μαλακός), που επίσης μας έδωσε τις λέξεις μαλάσσω, μαλακτικό και μαλάκιο. Πιθανότατα έφτασε έμμεσα στο σημερινό της νόημα, ως παράγωγο της παλιάς αγγλικής «muleyn», που σημαίνει «μάλλινο». Ο κοινός φλόμος (Verbascum thapsus L.) έχει αρχαία σχέση με τον άνθρωπο. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για φαγητό, αλλά παραδοσιακά έχαιρε σεβασμού για τις μυστικές και φαρμακευτικές του δυνάμεις. Όπως πολλά αρχαία φαρμακευτικά φυτά (περιγράφει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο βιβλίο του Naturalis Historia), έτσι και ο μεγάλος φλόμος συνδέθηκε με μάγισσες, αν και η σχέση παρέμεινε γενικά ασαφής. Υπάρχει μια παλιά δεισιδαιμονία ότι οι μάγισσες χρησιμοποιούσαν στα ξόρκια τους λάμπες και κεριά με φυτίλια που προέρχονταν από το φλόμο, και ένα από τα πολλά ονόματα του φυτού, «Hag’s Taper», αναφέρεται σε αυτό. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, η δύναμη της απομάκρυνσης των κακών πνευμάτων αποδόθηκε στο φλόμο. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι θεοί έδωσαν στον Οδυσσέα ένα κοτσάνι φλόμο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στα τεχνάσματα της Κίρκης, της μάγισσας που μετέτρεψε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους μέσω μαγικού ποτού.

Ο μεγάλος φλόμος έχει χρησιμοποιηθεί από τους αρχαίους χρόνους για να θεραπεύσει παθήσεις του δέρματος, του λαιμού και της αναπνοής. Πρώτος ο Διοσκουρίδης συνιστά αυτό το φυτό, πριν από 2000 χρόνια, για πνευμονικές παθήσεις, μία από τις κύριες χρήσεις μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα κατά του βήχα. Αφέψημα από τα φύλλα έχει χρησιμοποιηθεί για απόχρεμψη, φυματίωση, ξηρό βήχα, βρογχίτιδα, πονόλαιμο και αιμορροΐδες. Το τσάι από φύλλα φλόμου είναι ελαφρώς πικρό, ενώ το τσάι από τα λουλούδια είναι πιο γλυκό. Ο συνδυασμός των αποχρεμπτικών σαπωνίνων και των μαλακτικών ουσιών καθιστά το φυτό ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο βήχα.

Πολλές από τις παραδοσιακές θεραπευτικές χρήσεις του φλόμου ήταν παρόμοιες σε όλο τον Παλαιό και Νέο Κόσμο, αλλά αν οι Ευρωπαίοι άποικοι έμαθαν να χρησιμοποιούν το βότανο από τους ιθαγενείς Αμερικάνους ή το αντίστροφο, είναι ανοικτό προς συζήτηση. Εκτός από τη χρήση φύλλων και λουλουδιών φλόμου σε τσάι για τη θεραπεία αναπνευστικών προβλημάτων, κάποιοι Ιθαγενείς Αμερικανοί χρησιμοποίησαν επίσης τις ρίζες του φυτού. Οι Ινδιάνοι Creek έπιναν ένα αφέψημα των ριζών για το βήχα, ενώ άλλες φυλές κάπνιζαν τις ρίζες ή τα αποξηραμένα φύλλα για τη θεραπεία του άσθματος. Οι τοπικές εφαρμογές ήταν εξίσου ποικίλες. Στη φυλή Cherokee έτριβαν τα φύλλα φλόμου στις μασχάλες τους για να θεραπεύσουν ενοχλήσεις και εξανθήματα. Χρησιμοποιούσαν κατάπλασμα από φύλλα για να θεραπεύσουν μώλωπες, όγκους, ρευματικούς πόνους και αιμορροΐδες. Όμως στη φυλή Zuni έφτιαχναν καταπλάσματα από τη σκόνη της ρίζας, που τα τοποθετούσαν σε πληγές, εξανθήματα και δερματικές λοιμώξεις. Επίσης, χρησιμοποιούσαν μια έγχυση από τη ρίζα, για τη θεραπεία του ποδιού του αθλητή.

Το έλαιο των λουλουδιών χρησιμοποιήθηκε για την καταρροή, για κολικούς και στη Γερμανία, για πόνους αυτιού, κρυοπαγήματα, έκζεμα και άλλες εξωτερικές περιπτώσεις. Η τοπική εφαρμογή διάφορων σκευασμάτων, που βασίζονται στο V. thapsus, προτάθηκε μεταξύ άλλων, για θεραπεία από κονδυλώματα, σπυριά και καλόγερους, carbuncles, αιμορροΐδες, και χιονίστρες. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ο μεγάλος φλόμος περιέχει ενώσεις γλυκυρριζίνης με βακτηριοκτόνες δυνατότητες και αντικαρκινική δράση. Αυτές οι ενώσεις συγκεντρώνονται στα λουλούδια. Η Γερμανική Επιτροπή Commission E ενέκρινε την ιατρική χρήση του φυτού για το συνάχι. Ήταν επίσης μέρος του Εθνικού Συνταγολόγιου στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα φύλλα του φυτού, όπως και οι σπόροι, αναφέρεται ότι περιέχουν ροτενόνη, αν και οι ποσότητες είναι άγνωστες.

Τα φύλλα φλόμου χρησιμοποιούνται σε καλλυντικά σκευάσματα για να μαλακώσουν το δέρμα. Το «Quaker rouge» αναφέρεται στην πρακτική μέθοδο ερυθρότητας στα μάγουλα, τρίβοντάς τα με ένα φύλλο φλόμου. Επίσης, μια κίτρινη χρωστική ουσία που εκχυλίζεται από τα λουλούδια είχε χρησιμοποιηθεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους για λούσιμο των μαλλιών, καθώς και για βαφή υφασμάτων.

Ένα κίτρινο χρώμα γίνεται από τα άνθη του φυτού, με το βρασμό τους σε νερό. Όταν χρησιμοποιείται με αραιό θειικό οξύ παράγει μία, μάλλον μόνιμη, πράσινη βαφή, ενώ γίνεται καφέ με την προσθήκη αλκαλίων. Μια έγχυση των λουλουδιών μερικές φορές χρησιμοποιείται για βαφή των μαλλιών σε χρυσαφί χρώμα.

Τα φύλλα περιέχουν ροτενόνη, που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο. Τα αποξηραμένα φύλλα είναι πολύ εύφλεκτα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ανάψει γρήγορα μια φωτιά ή ως φυτίλι στα κεριά.

Τα φύλλα χρησιμοποιούνταν για να παχαίνουν τα πουλερικά. Τα μαλλιαρά φύλλα τα τοποθετούσαν για ζέστη μέσα στις κάλτσες. Οι στάχτες από το φλόμο χρησιμοποιούνταν για να φτιάξουν σαπούνι που επαναφέρει το φυσικό χρώμα των μαλλιών. Οι σπόροι περιέχουν αρκετές ενώσεις (σαπωνίνες, γλυκοσίδες, κουμαρίνη, ροτενόνη) που είναι τοξικές για τα ψάρια, μια ιδιότητα που είναι γνωστή από την εποχή του Αριστοτέλη, και έχουν χρησιμοποιηθεί για χημικό ψάρεμα.

Τι είναι οι βολβοί.

Ένα βολβώδες λουλούδι είναι στην πραγματικότητα ένα υπόγειο εργοτάξιο και ένα εργοστάσιο άνθησης. Μέσα σε ένα βολβό υπάρχει σχεδόν οτιδήποτε χρειάζεται ένα φυτό για να βλαστήσει αλλά και για να ανθίσει την κατάλληλη περίοδο. Σχίστε ένα βολβό στη μέση και θα το δείτε αυτό καθαρά.
1Στην βασική κεντρικό τμήμα του βολβού υπάρχουν τα φύλλα που περικλείουν ένα μικρό μπουμπούκι. (Σε μερικά είδη, αυτό το μπουμπούκι έχει ήδη την εμφάνιση λουλουδιού αν και είναι ακόμα μπουμπούκι!) Περιμετρικά του μπουμπουκιού υπάρχει μια λευκή σαρκώδης ουσία που ονομάζεται λέπια. Στους πραγματικούς βολβούς αυτά τα λέπια είναι που περιέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο βολβός για να ανθίσει και να βλαστήσει. Μετά από τα λέπια και τα ανθικά στελέχη αυτό που στηρίζει τον βολβό είναι η βάση του που είναι μια συμπαγής πλάκα. αυτή η πλάκα βρίσκεται στο κάτω μέρος του βολβού και στηρίζει επίσης και τις ρίζες του φυτού. Το εσωτερικό περίβλημα κάθε βολβού σκεπάζεται επίσης από λεπτό σαν χαρτί εξωτερικό περίβλημα που λέγεται χιτώνας.
Το μόνο που χρειάζεται αυτός ο αξιοσημείωτος οργανισμός από τους ανθρώπους είναι να τοποθετηθεί στο έδαφος την κατάλληλη περίοδο του χρόνου, να ποτισθεί αρκετά, και μετά να αφεθεί μόνος του. Ο βολβός θα κάνει όλα τα υπόλοιπα!

Η διαφορά ανάμεσα σε βολβούς, κορμούς, κονδύλους και ριζώματα.

Μιλώντας τεχνικά, πολλά δημοφιλή «βολβώδη» λουλούδια δεν παράγονται καθόλου από βολβούς! οι κρόκοι και οι γλαδιόλες για παράδειγμα, είναι στην πραγματικότητα κορμοί, όπως και οι αγαπημένες σας ντάλιες και μπιγκόνιες είναι στην πραγματικότητα κόνδυλοι. Η διαφορά μεταξύ βολβών και κορμών είναι ασήμαντη και αληθινά αυτά τα δύο είναι σχεδόν όμοια. Η κύρια ειδοποιός διαφορά είναι η μέθοδος αποθήκευσης τροφής. Στους κορμούς, οι περισσότερες τροφές αποθηκεύονται στην υπερμεγέθη βασική πλάκα παρά στα σαρκώδη λέπια, τα οποία στους κορμούς είναι πολύ μικρότερα. Οι κορμοί γενικά φαίνεται να έχουν ένα πιο πλατύ σχήμα από το στρόγγυλο των πραγματικών βολβών.

Οι κόνδυλοι και τα ριζώματα ξεχωρίζουν εύκολα από τους βολβούς και τους κορμούς. Δεν έχουν προστατευτικό χιτώνα και είναι στην πραγματικότητα διαφοροποιημένοι υπόγειοι βλαστοί. Υπάρχουν σε ποικιλία σχημάτων από κυλινδρικά μέχρι πλατιά και σε οποιαδήποτε μορφή μπορείτε να φανταστείτε. Πολλοί εμφανίζονται σε συμπλέγματα. Γενικά, όμως μπορείτε άφοβα να χρησιμοποιείτε τον όρο «βολβός.» Βολβός έτσι κι αλλιώς έχει συνηθιστεί να λέγεται κάθε φυτό το οποίο έχει ένα υπόγειο ειδικά διαμορφωμένο χώρο για αποθήκευση τροφής.

Φθινοπωρινοί και ανοιξιάτικοι βολβοί.

Οι βολβοί που ανθίζουν την άνοιξη είναι σκληραγωγημένοι.
Οι βολβοί που ανθίζουν το καλοκαίρι είναι τρυφεροί.

Οι βολβοί χωρίζονται γενικά σε δύο κατηγορίες:
Ανοιξιάτικης άνθισης (που φυτεύονται το φθινόπωρο και λέγονται και φθινοπωρινοί βολβοί) και καλοκαιρινής άνθισης που φυτεύονται την άνοιξη και λέγονται και ανοιξιάτικοι βολβοί. Πολλές φορές υπάρχει σύγχυση μεταξύ των βολβών που φυτεύονται την άνοιξη και αυτών που ανθίζουν την άνοιξη. Μια ίσως πιο ακριβής μέθοδος ίσως είναι ο χωρισμός των βολβών σε σκληραγωγημένους και ευαίσθητους.

Κατά κανόνα οι βολβοί που ανθίζουν την άνοιξη είναι σκληραγωγημένοι. Αυτοί οι βολβοί φυτεύονται το φθινόπωρο, γενικά πριν τις πρώτες παγωνιές, και μπορούν να επιζήσουν (και μάλιστα είναι απαραίτητο για να βλαστήσουν) στο χειμωνιάτικο κρύο. Πολλοί σκληραγωγημένοι βολβοί όπως οι νάρκισσοι, εγκλιματίζονται εύκολα και μπορούν να αφεθούν στο έδαφος να ανθίζουν κάθε χρόνο.

Οι περισσότεροι καλοκαιρινής άνθισης βολβοί είναι τρυφεροί. Αυτοί οι βολβοί δεν μπορούν να επιζήσουν στις σκληρές χειμερινές συνθήκες και πρέπει να φυτεύονται την άνοιξη μετά από τις τελευταίες παγωνιές της περιόδου. Για να απολαμβάνετε αυτούς τους βολβούς κάθε χρόνο θα πρέπει να τους ξεθάβετε το φθινόπωρο και να τους αποθηκεύετε σε εσωτερικό χώρο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι το λίλιο. Πολλά καλοκαιρινής άνθισης λίλια είναι αρκετά σκληραγωγημένα και μπορούν να φυτευτούν είτε φθινόπωρο είτε άνοιξη.
Τα βολβώδη λουλούδια είναι ίσως τα πιο δημοφιλή και τα πιο αγαπημένα στον κόσμο. Οι βολβοί που ανθίζουν την άνοιξη όπως οι τουλίπες, οι κρόκοι, τα ζουμπούλια, οι νάρκισσοι και οι ίριδες είναι παγκόσμια σύμβολα της άνοιξης. Τα χαρωπά και πολύχρωμα λουλούδια τους είναι τα πρώτα που ξαναζωντανεύουν το καμένο χειμωνιάτικο τοπίο. Οι βολβοί που ανθίζουν το καλοκαίρι όπως οι ντάλιες, οι μπιγκόνιες και οι ανεμώνες φέρνουν ποικιλία υφής και χρωμάτων καθώς και μεγάλη διάρκεια άνθισης στους καλοκαιρινούς κήπους. όταν φυτεύονται με φροντίδα και με σωστό σχεδιασμό οι βολβοί μπορούν να κρατήσουν έναν κήπο ζωντανό με χρώματα από τα τελευταία χιόνια του χειμώνα μέχρι τις πρώτες παγωνιές του φθινοπώρου.

Πολλαπλασιάζοντας γαρυφαλλιά μόνοι μας.

Η γαρυφαλλιά πολλαπλασιάζεται αποκλειστικά με επάκρια μοσχεύματα.
Τα μοσχεύματα αυτά θα πρέπει να αποκόπτονται από υγιή φυτά, απαλλαγμένα από ιώσεις και ασθένειες. Στην παραγωγική ανθοκομία ο καλλιεργητής συνήθως αγοράζει πιστοποιημένα έρριζα μοσχεύματα από ειδικευμένους οίκους. Τα μοσχεύματα αυτά, αφού κοπούν, εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για ριζοβολία, δηλαδή υδρονέφωση και σχετικά μεγάλη θερμοκρασία σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, τοποθετούνται σε υπόστρωμα ριζοβολίας. Για την ανοιξιάτικη φύτευση συνήθως θα πρέπει να κόβονται από Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο ή και τον Μάρτιο για τις βορειότερες χώρες.
Για μοσχεύματα χρησιμοποιούνται συνήθως πλάγιοι φυλλοφόροι βλαστοί που κόβονται από το κάτω μέρος του στελέχους. Το μήκος των μοσχευμάτων θα πρέπει να είναι μέχρι 10 εκατοστά. Η γαρυφαλλιά έχει ποώδη και τρυφερά στελέχη που σπάζουν εύκολα ακόμα και με το χέρι στο σημείο που υπάρχει κόμβος. Συνήθως δεν αφαιρούνται φύλλα από τη βάση, γιατί απαιτούν περισσότερη εργασία και μεταδίδονται ασθένειες, αν και μερικές φορές φύλλα κοντά στη βάση, καθώς κάμπτονται προς τα κάτω, μπορούν να ξεριζώσουν το μόσχευμα. Σπάνια επίσης χρησιμοποιούνται ορμόνες ριζοβολίας, διότι η γαρυφαλλιά ριζοβολεί αρκετά εύκολα.
Τα μοσχεύματα φυτεύονται κάθετα σε εδαφικό μίγμα που μπορεί να αποτελείται από τύρφη και περλίτη σε αναλογία 1/1 ή μόνο περλίτη ή μόνο άμμο, αν και τα δύο τελευταία στεγνώνουν αρκετά εύκολα.
Η φύτευση γίνεται συνήθως σε γραμμές κάθε 5-7 εκατοστά και πάνω στη γραμμή κάθε 3-4 εκατοστά. Η θερμοκρασία του χώρου που γίνεται η ριζοβολία καλύτερα να διατηρείται γύρω στους 10ο C, επειδή όμως δεν είναι πάντα εύκολο να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο, ειδικότερα την άνοιξη και το φθινόπωρο, μπορεί να φτάσει στους 15-17ο C, φροντίζοντας ωστόσο η θερμοκρασία του εδάφους να είναι ανώτερη από 4-5ο C. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί υδρονέφωση και δύο εβδομάδες μετά τη φύτευση μπορεί να γίνει λίπανση.
Στα φυτά δεν γίνεται καθόλου σκίαση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μοσχεύματα ριζοβολούν εύκολα σε 2-3 εβδομάδες και μπορούν να μεταφυτευθούν στην οριστική θέση. Άλλοι τρόποι πολλαπλασιασμού που χρησιμοποιούνται στη γαρυφαλλιά είναι με σπόρο για τη δημιουργία νέων ποικιλιών και με καταβολάδες, τρόπος που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες.

Τρόποι καλλιέργειας: Παλαιότερα, η γαρυφαλλιά καλλιεργούνταν μόνο στην ύπαιθρο σε αραιά φύτευση, σε γραμμές 50Χ25 εκατοστών. Σήμερα, ο αριθμός των φυτών είναι πολύ μεγαλύτερος και έτσι γίνεται καλύτερη αξιοποίηση του εδάφους. Η καλλιέργεια γίνεται είτε στην ύπαιθρο χωρίς καμία προστασία από τις καιρικές συνθήκες, είτε σε απλά θερμοκήπια με ξύλινο σκελετό σκεπασμένα με πλαστικό και χωρίς θέρμανση. Στη χώρα μας υπάρχει πάντα ο φόβος ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν σε αρκετές περιοχές μπορούν να προκαλέσουν αρκετές ζημιές. Στις ανοιξιάτικες φυτεύσεις συνήθως φυτεύουν σε θερμοκήπια χωρίς να έχει τοποθετηθεί πλαστικό που τα καλύπτει για να μην υποφέρουν τα φυτά από τη ζέστη το καλοκαίρι ή τοποθετείται μόνο η στέγη του θερμοκηπίου που ασβεστώνεται για να δημιουργεί ελαφρά σκίαση. Το φθινόπωρο καλύπτεται το θερμοκήπιο ή συμπληρώνεται η κάλυψη στα πλάγια. Την άνοιξη πάλι αφαιρείται η κάλυψη από τα πλάγια ή από όλο το θερμοκήπιο.

Καλλιέργεια και πολλαπλασιασμός αμυγδαλιάς.

Πρώτη από τα καρποφόρα δένδρα η αμυγδαλιά βιάζεται να φέρει την άνοιξη. Και την βλέπουμε μέσα στο χειμώνα, το Γενάρη, να ντύνεται σαν νυφούλα με τα άσπρα και όμορφα λουλούδια της χωρίς να συλλογιστεί πως γύρω τα βουνά είναι χιονισμένα και μπορεί ξάφνου μια όψιμη παγωνιά να της τα ξεράνει και να χάσει τον καρπό της.

Η αμυγδαλιά είναι δένδρο της Ασίας (Παλαιστίνης, Συρίας), όμως καλλιεργείται από τους αρχαιοτάτους χρόνους και στην Ευρώπη και στην Αφρική. Στην Ελλάδα φυτρώνει μόνη της και μπορεί στην επαρχία Βοΐου (δυτική Μακεδονία) και γενικά σε όλο το κράτος να καλλιεργηθεί με κέρδος σε πολλές επαρχίες και να καλυτερέψει την οικονομική κατάσταση των αγροτών, επειδή τα αμύγδαλα και ζήτηση έχουν και ακριβά πουλιούνται. Και όμως η καλλιέργειά της αν και απλή και σχεδόν ανέξοδη δεν απλώθηκε όσο πρέπει. Απόδειξη ότι παράγουμε 1 ½ – 2 εκατομμύρια οκάδες αμύγδαλα ενώ μπορούσαμε να παράγουμε πολλά.

Η αμυγδαλιά αντέχει στην ξηρασία γιατί κάνει ρίζα που πηγαίνει ίσια κάτω βαθειά, μα πιο πολύ αντέχει η πικραμυγδαλιά στην ξηρασία, στο κρύο και στις αρρώστιες. Όμως έχει το άσχημο πως σαν μπολιαστεί με ήμερο μπόλι κάνει αμύγδαλα που πικρίζουν λίγο. Σε ξερικά χωράφια για να κάνουμε βερικοκιές ή ροδακινιές με μπόλι, πάντα πρέπει να φυτεύουμε πικρομυγδαλιές και να τις μπολιάζουμε μετά. Η Νότιος Γαλλία και η Ισπανία κάνουν πολλά αμύγδαλα και από αυτές περισσότερα η Ιταλία (Σικελία). Πολλά αμύγδαλα παράγει η Περσία και η Βόρειος Αφρική και σε εμάς η Κρήτη. Η Χίος κάνει ομοίως πολλά μύγδαλα και τα καλύτερα, αφράτα και σκληρά.
Στην επαρχία Βοΐου (Ανασελίτσα) πολλά αμύγδαλα γίνονται στην κοινότητα της Βελανιδιάς. Όταν φυτέψουν αμύγδαλα σε πλούσιο χώμα η αμυγδαλίτσα που θα βγει στα 4 χρόνια θα δώσει λίγο καρπό και στα 7 το μεγαλύτερο εισόδημα της. Στην ηλικία αυτή που έχει την μεγαλύτερη δύναμη μπορεί μια καλή και γερή αμυγδαλιά να κατεβάσει και 80 οκάδες αμύγδαλα. Μερικοί λογαριάζουν πως οι πολύ μεγάλες και καρπερές αμυγδαλιές δίνουν το χρόνο εισόδημα 50-120 οκ. αμύγδαλα.

Η αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και στα ψυχρότερα μέρη Φλεβάρη-Μάρτη και τα αμύγδαλα τα ωριμάζει Ιούλιο ή Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Την εποχή αυτή τα μαζεύουμε και αμέσως τα ξεφλουδίζουμε γιατί αν τα αφήσουμε θα ξεραθεί η φλούδα στα λιγάκι άγουρα και δε θα ξεφλουδίζονται.
Τα αμύγδαλα ξοδεύονται παντού για φρούτο και αγοράζονται σε καλή τιμή και περισσότερο στην αγορά του Λονδίνου όπου φέρνουνε πολλά. Από αμύγδαλα βγαίνει το αμυγδαλόλαδο και με τα αμύγδαλα φτιάχνουν τα διαλεχτά κουφέτα, γλυκά διάφορα, τη δροσιστική σουμάδα και το μαντολάτο. Εκτός από την Ισπανία, που είναι ο τόπος του μαντολάτου, φτιάχνουν θαυμάσιο τέτοιο στη Ζάκυνθο και Σύρα.

Το αμυγδαλόλαδο τρώγεται και δύσκολα ταγκίζει, το μεταχειρίζονται για φάρμακο και σε πολλές άλλες ανάγκες. Τα πικραμύγδαλα έχουν περισσότερο λάδι 35-48% και για να βγει τα αλέθουν και τα στύβουν. Ζεστό νερό δεν μεταχειρίζονται γιατί ξεχωρίζει την αμυγδαλίνη.

Στα μέρη μας που κάνει κρύο η αμυγδαλιά πρέπει να φυτεύεται σε θέση μεσημβρινή γιατί ανθίζει πολύ πρώιμα και είναι φόβος οι παγωνιές και ο δυνατός βοριάς να ξηράνουνε τα λουλούδια της. Η αμυγδαλιά καρπίζει στα ηλικιωμένα κλωνιά και το ξύλο της διατηρείται πολύ και είναι σκληρό και κατάλληλο για έπιπλα. Η Χίος, η Κύπρος και η Νάξος φημίζονται από την αρχαιότητα για τα διαλεχτά αμύγδαλά τους.

Καλλιέργεια αμυγδαλιάς

Η αμυγδαλιά γίνεται εύκολα στα ξηρά και ψαχνά χωράφια και σε κάθε είδος χώμα, όμως θέλει καλύτερα τις κοκκινιές που είναι τραγανές, δηλαδή έχουν λίγη άμμο, χαλίκια και ασβέστη.Μονάχα δεν προκόβει στα πολύ σφιχτά χώματα και στα χωράφια που νεροκρατάνε γιατί αρρωσταίνει στην υγρασία. Στα ορεινά μέρη, που φυσάει δροσερός αέρας, οι αμυγδαλιές γίνονται καλύτερες και ζωηρότερες.

Σπορείο

Για να έχουμε αμυγδαλίτσες για μεταφύτευμα είναι το μόνο εύκολο, φτάνει να φυτέψουμε αμύγδαλα σε σπορείο που φτιάχνουμε σαν σκάψουμε βαθειά μέχρι δυόμιση πιθαμές στον κήπο ή σε άλλο μέρος προφυλαγμένο τεμάχιο γης, όσο μας χρειάζεται και το χωρίζουμε σε βραγιές, 4 μέτρα μάκρος και 1 φάρδος κάνοντας και το αυλάκια για να ποτίζονται. Τελειώνοντας τις βραγιές ρίχνουμε σε κάθε μια 5-6 καλές φτυαριές χωνεμένη κοπριά, την απλώνουμε και την σκάβουμε για να ανακατωθεί με το χώμα σε βάθος ως μια πιθαμή. ‘Ύστερα τις ισιώνουμε και ανοίγουμε στο μάκρος κάθε μιάμιση πιθαμή (30 πόντους) αυλάκια 3-4 δάχτυλα βαθιά και βάζουμε στη σειρά κάθε μια πιθαμή (20 πόντους) και από ένα γλυκό αμύγδαλο με τη μύτη καταπάνω ή πλαγιαστά και τα σκεπάζουμε με το χώμα που παραμερίσαμε ανοίγοντας τ’ αυλάκια.
Όταν φυτέψουμε γλυκά αμύγδαλα θα έχουμε αμυγδαλίτσες γλυκές και μερικές πικρές που θα μπολιάσουμε κατόπι τον Ιούνιο Ιούλιο με μάτι.
Ένα τέτοιο γίνεται και αν φυτέψουμε αφράτα αμύγδαλα θα έχουμε αμυγδαλιές σκληρές και σπανιότερα αφράτες. Πάντα όμως για να έχουμε τα διαλεχτά αμύγδαλα που θέλουμε πρέπει πικρές ή γλυκές να τις μπολιάσουμε. Τα αμύγδαλα που φυτεύουμε πρώιμα (Οκτώβριο – Νοέμβριο) σπανιότατα τα ποτίζουμε γιατί την εποχή αυτή μέχρι την άνοιξη το χώμα είναι υγρό, όσα όμως φυτεύουμε όψιμα (Φλεβάρη) και δούμε πως δεν έβρεξε ως τα μέσα του Μάρτη 2-3 φορές, αναγκαστικά τα ποτίζουμε και υστέρα από λίγες μέρες τα σκαλίζουμε ανάλαφρα ως ένα δάκτυλο για να αφρατέψει το χώμα γιατί πατήθηκε με το νερό. Μπαίνοντας η άνοιξη και μόλις ζεστάνει ο καιρός όλα τα γερά αμύγδαλα φυτρώνουν και γίνονται αμυγδαλίτσες που τις βοτανίζουμε, όταν πιάνουν χόρτο και σκαλίζουμε με προσοχή να μην τις πληγώσουμε. Το καλοκαίρι και όσο μεγαλώνουν οι αμυγδαλίτσες στο φυτώριο, για να δυναμώσουν κόβουμε με κηπουρικό ψαλίδι σύρριζα στον κορμό τα κλωνάρια τους (τις μονοβεργούμε) αφήνοντας λίγα στην κορυφή.
Σχετικά παρατήρησα πως όταν δεν κόβουμε τα κλωνιά του κορμού οι αμυγδαλίτσες δεν ψηλώνουν μα χοντραίνουν και μπορούμε μονοχρονίς να τις μπολιάσουμε τον Σεπτέμβριο με κοιμισμένο μάτι.

Στοίβασμα

Αμύγδαλα μπορούμε να φυτέψουμε από τον Οκτώβριο μέχρι να βγει ο Φλεβάρης, όμως η πρώιμη σπορά είναι η καλύτερη και πρέπει να την προτιμούμε. Όψιμη σπορά (Φλεβάρη) κάνουμε εξαιρετικά στα ορεινά μέρη γιατί είναι φόβος με τα νερά του χειμώνα να σαπίσουν. Και για να μη πάθουμε τέτοια ζημία πρέπει τα αμύγδαλα να τα βάλουμε στην άμμο (στρωματώσουμε) και το Φλεβάρη να τα βγάλουμε και όπως είναι φυτρωμένα να τα φυτέψουμε στις βραγιές (σπορείο) με τον τρόπο που γράψαμε.
Το στοίβασμα γίνεται έτσι: Τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο παίρνουμε μια ρηχή κάσα ή ένα ξύλινο κουτί και ρίχνουμε μέσα ως μια πιθαμή ή λιγότερο ψιλή άμμο ποταμού, την ισιώνουμε, τοποθετούμε επάνω τα αμύγδαλα το ένα κοντά στο άλλο και τα σκεπάζουμε έως τρία δάχτυλα πάλι με άμμο ψιλή του ποταμού. Βάζοντας έτσι πάτο άμμο και πάτο αμύγδαλα, κάνουμε τρία στρώματα, φέρνουμε την κάσα σε αποθήκη ή παράγκα και αφήνουμε ως το Φλεβάρη που θα έχουνε φυτρώσει. Μέχρι τότε καταβρέχουμε 1-2 φορές την άμμο για να είναι δροσερή. Το πολύ νερό σαπίζει τα αμύγδαλα. Εάν είναι ανάγκη να καθυστερήσουμε το φύτρωμα τα πηγαίνουμε σε πιο κρύα αποθήκη.

Όταν δούμε πως οι αμυγδαλίτσες στο φυτώριο έχουν στα φύλλα άσπρες ή κίτρινες βούλες τις ραντίζουμε με γαλαζόπετρα που φτιάχνουμε έτσι: Σε πιθάρι ή βαρέλι ξύλινο (αγγείο σιδερένιο δεν κάνει) των 100 οκάδων χύνουμε 90 οκ. νερό, δένουμε σένα κομμάτι λινάτσα 2 οκ. γαλαζόπετρα (Θειικό χαλκό) και την κρεμούμε μέσα από βραδύς. Μέχρι το πρωί η γαλαζόπετρα θα έχει λιώσει. Τότε ρίχνουμε σε ξεχωριστό αγγείο 1 οκ. ασβέστη, το σβήνουμε λίγο λίγο με 10 οκ. νερό και κάνουμε ασβεστόγαλα που σαν κρυώσει το χύνουμε σιγά σιγά στη γαλαζόπετρα ανακατώνοντας την.

Οι αμυγδαλίτσες όσο είναι στο φυτώριο τις ποτίζουμε από μια φορά το Μάη, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο και τις σκαλίζουμε 2-3 ημέρες ύστερα από το πότισμα για να τις βοηθήσουμε στο να βγάλουν ριζίτσες που θα ευκολύνουν αργότερα στη μεταφύτεψη το ριζοβόλημά τους. Γενικά οι αμυγδαλιές δεν θέλουν ούτε πολλά νερά γιατί σαποκωλιάζουν, ούτε πλούσια χώματα.
Όσες αμυγδαλίτσες μεγάλωσαν στο φυτώριο περισσότερο από τις άλλες και μπολιάστηκαν μονοχρονίς τις βγάζουμε τον δεύτερο χρόνο, στα ζεστά μέρη από τον Νοέμβριο ως τα μισά του Δεκέμβρη και στα ψυχρά βγαίνοντας ό χειμώνας, και τις φυτεύομε στην παντοτινή θέση τους σε ίσιες σειρές 4-5 μέτρα ή μια από την άλλη και σε απόσταση πάλι 4-5 μέτρα ρίζα σε ρίζα όταν το χωράφι είναι μέτριο (φτωχό) και οι αμυγδαλιές από αυτές που δε μεγαλώνουν πολύ. Σε καλούτσικο χωράφι τις αμυγδαλιές που γίνονται μεγάλες πρέπει να τις φυτεύουμε 8-9 μέτρα από ολούθε. Όσες δεν μεγάλωσαν για να μπολιαστούνε μονοχρονίς τις αφήνουμε στις βραγιές και το δεύτερο χρόνο τις μπολιάζουμε με μάτι Μάρτιο Απρίλιο. Και τον τρίτο χρόνο τις φυτεύομε στο χωράφι.
Για να φυτέψουμε τις αμυγδαλίτσες ανοίγουμε ένα μήνα πρωτύτερα τούς λάκκους και τους κάνομε να έχουνε βάθος τρισίμιση πιθαμές και φάρδος τέσσερις.

Τον Νοέμβριο ή στην αρχή του Δεκέμβρη, που θα τις φυτεύουμε, κοντογεμίζουμε τους λάκκους με χώμα, το ισιώνουμε, τοποθετούμε τις αμυγδαλίτσες προσέχοντας να μην είναι οι ρίζες τους μπερδεμένες και τις σκεπάζομε ως 4-5 δάχτυλα με χώμα και για να καθίσει το πατούμε με τα πόδια μας. Ύστερα απογεμίζομαι τούς λάκκους, στυλώνουμε τις αμυγδαλίτσες και αμέσως τις ποτίζουμε. Πριν τις φυτέψουμε κόβουμε όλα τα κλαριά και την κορφή τους ψηλά ως 1 μ. Όπως όλα τα δέντρα ομοίως και αυτές πρέπει να φυτεύονται μοναχά 3-4 δάχτυλα βαθύτερα από ότι ήταν στο φυτώριο γιατί θα καθίσει το χώμα. Ότι δενδράκια και να είναι ποτέ δεν πρέπει να το φυτεύουμε πολύ βαθιά γατί οι ρίζες τους δεν παίρνουν ανάσα και σαπίζουν.
Τις αμυγδαλίτσες που φυτέψαμε τις ποτίζουμε τον πρώτο χρόνο από μια φορά το Μάη, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο και τις σκαλίζουμε 2-3 ημέρες υστέρα από το πότισμα. Και αν το δεύτερο χρόνο δε θα μπορέσουμε να τις ποτίσουμε πρέπει να τις σκαλίσουμε τον Απρίλη. Και κάπου κάπου ρίχνουμε το χειμώνα στις ρίζες τους 1-2 φτυαριές κοπριά και την σκάβουμε να σκεπαστεί με το χώμα. Όταν την κοπριά την σμίξουμε με 200 δράμια χημικό λίπασμα 1-10-5 ή 4-10-10 θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Όταν έχουμε κτήμα μαντρωμένο ή χωράφι φραγμένο καλά για να μην μπαίνουν οι τρομερές κατσίκες και τ’ άλλα ζώα και θέλουμε να το φυτέψουμε αμυγδαλιές ο καλύτερος και πιο σίγουρος τρόπος είναι να βάλουμε αμύγδαλα. Έτσι θα έχουμε αμυγδαλιές που δε θα υποφέρουν από ξηρασία γιατί θα μένουνε με την πρώτη ρίζα τους που πάει βαθιά. Για να κάνουμε αμυγδαλιές επί τόπου ανοίγουμε στη σειρά φαρδιούς και βαθιούς λάκκους 6-8 μέτρα από ολούθε.
Τους λάκκους αυτούς τον Οκτώβριο, Νοέμβριο ή Φλεβάρη, για τα ψυχρά μέρη, τους γεμίζουμε με το ίδιο τους χώμα και ρίχνουμε σαν είναι ανάγκη και λίγη άμμο ποταμού για να αφρατέψει το χώμα. Τελευταία ρίχνουμε καμιά χούφτα κοπριά, την ανακατώνουμε λίγο και με το χώμα και φυτεύουμε στη μέση 2-3 αμύγδαλα. Από τις αμυγδαλίτσες που θα βγουν αφήνουμε την πιο εύρωστη και τις άλλες τις κόβουμε το δεύτερο ή τρίτο χρόνο.
Τις δύο πρώτες χρονιές τις ποτίζουμε από μια φορά το Μάη, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο και τις σκαλίζουμε 2-4 ήμερες υστέρα από κάθε πότισμα. Και όσες μεγάλωσαν τις κλαδεύουμε το δεύτερο ή τρίτο χρόνο, δηλαδή κόβουμε τη κορφή τους ένα μέτρο και κάτι ψηλά από τη γη και αφήνουμε τρία μονάχα κλωνάρια που θα κάνουνε τη σταύρωση (διακλάδωση) του δέντρου και όλα τα άλλα τα βγάζουμε.
Η αμυγδαλιά δεν θέλει πολλά κλαδέματα γιατί πιο εύκολα παθαίνει από γόμο (κομμίωση). Έπειτα κλαδεύοντας ολοένα δεν θα έχουμε ηλικιωμένα κλωνιά για καρπό.
Από τις αμυγδαλιές πρέπει να βγάζουμε τα ξηρά κλαριά και από κανένα κλώνο χαλασμένο.
Τη αμυγδαλιά την ωφελεί πολύ το στύλωμα και πρέπει να γίνεται.

ΒΛΑΠΤΙΚΑ ΕΝΤΟΜΑ

Μελίγκρα Είναι χρονιές που το έντομο αυτό πληθαίνετε και κάνει στα λαχανικά και στα δένδρα (αμυγδαλιές, ροδακινιές) μεγάλες ζημίες χωρίς να τρομάζει τους γεωργούς. Άλλες αρρώστιες που φοβούνται περισσότερο οι καλλιεργητές κάνουνε λιγότερες ζημίες. Η μελίγκρα ρουφώντας τους χυμούς του φυτού τα αδυνατίζει και τέλος το ξηραίνει. Για να καταπολεμηθεί με επιτυχία πρέπει να ραντιστεί μόλις φανερωθεί. Το πιο αποτελεσματικό γιατρικό είναι να την πασπαλίσουμε με εντομοκτόνο ή να μουσκέψουμε 48 ώρες σε μισοβάρελο με 40 οκ. νερό 3 – 5 οκ. τρίμματα καπνού. Περνώντας οι 48 ώρες σουρώνουμε το καπνόζουμο με λινάτσα που δένουμε σε καζάνι ή μισοβάρελο. Στο σουρωμένο αυτό καπνόζουμο χύνουμε σαπουνάδα που έχουμε κάνει λιώνοντας σε 10 οκ. νερό 300 δράμια κοινό σαπούνι. Για ευκολία ζεσταίνουμε 10 οκ. νερό και λιώνουμε τα 300 δράμια σαπούνι κομμένο σε φτενές φέτες ή τριμμένο με τρίφτη αν είναι ξερό.
Σε περίσταση που θέλομε δυνατότερο καπνόζουμο βράζουμε ίσαμε μισή ώρα 3 – 4 οκ. καπνόφυλλα σε 40 οκ. νερό και χύνουμε υστέρα το ζουμί τους σε μισοβάρελο που έχουμε δέσει λινάτσα για να σουρωθεί. Τα καπνόφυλλα αυτά τα ξαναβράζουμε με 25 οκ. νερό και το ζουμί τους το σμίγουμε με το πρώτο. Έτσι με τις δύο αυτές βράσεις έχουμε δυνατό καπνόζουμο που γίνεται πιο δυνατό σαν του προσθέσουμε 300 δράμια κοινό σαπούνι.
Άλλο γιατρικό είναι να λιώσουμε σε 100 οκ. νερό 3 οκ. κοινό σαπούνι και να προσθέσουμε 2 οκ. πετρέλαιο και μισή οκά οινόπνευμα φωτισμού. Με ένα από τα τρία αυτά γιατρικά σαν βραχεί η μελίγκρα ψοφάει. Μα πρέπει, κατά τη χρονιά, να γίνονται τρία και τέσσερα ραντίσματα 5-6 μέρες το ένα ύστερα από το άλλο, γιατί η μελίγκρα είναι κακός διάβολος. Λίγες να μείνουν γρήγορα πληθύνονται. Για αυτό οι πρώτες που θα φανούν πρέπει να ραντιστούν αμέσως γιατί δεν αργούν να γίνουν πολλές, τότε και η καταπολέμηση τους είναι πολύ δύσκολη και ζημίες έχουν κάνει. Ψώρα Όπως τα τσιμπούρια τρέφονται και μεγαλώνουν από το αίμα του σκύλου το ίδιο και η ψώρα ζει ρουφώντας τους χυμούς της αμυγδαλιάς και κάθε άλλου δένδρου και φυτού. Όταν το έντομο αυτό (η ψώρα) είναι πολύ μικρό (τις ήμερες που βγαίνει από το αυγό) πηγαίνει στα φύλλα και στους κλώνους του δένδρου και χώνοντας την προβοσκίδα του στη φλούδα αρχίζει να θρέφεται. Και ενώ μεγαλώνει σκεπάζεται με σκληρό καβούκι, που το προφυλάει από τούς εχθρούς του και τα υγρά εντομοκτόνα. Η ψώρα για να καταπολεμηθεί με αποτέλεσμα, πρέπει να χτυπηθεί όταν είναι μικρή. Για αυτό πρέπει από το Μάη και όλο το καλοκαίρι και τον Οκτώβριο (στα ζεστά μέρη) να κοιτάζουμε τα ψωριασμένα δένδρα για να τα ραντίσουμε, όταν η ψώρα βγει από το αυγό και πριν να κάνει το καβούκι της.
Στην ηλικία αυτή είναι γυμνή και καταστρέφεται και με απλή σαπουνάδα 3% τα εκατό. Πριν πούμε πως καταπολεμείται πρέπει να ξέρουμε πως δένδρα που μένουν ακλάδευτα ή ισκιώνονται από άλλα και δεν έχουν τον απαιτούμενο αέρα και ήλιο γεμίζουν ψώρα.
Πρώτα λοιπόν πρέπει τα ψωριασμένα δένδρα να κλαδέψουμε κανονικά στον κατάλληλο καιρό, να τα αραιώσουμε, αν είναι κοντά φυτεμένα και ύστερα να τα γιατρέψουμε. Τους ψωριασμένους κλώνους και καρπούς που κόβουμε κλαδεύοντας, πρέπει αμέσως να καίμε γιατί διαφορετικά πηγαίνουν τα έντομα πάλι στα δένδρα. Ύστερα από το κλάδεμα αρχίζουμε τη θεραπεία. Το χειμώνα τρίβουμε τους ψωριασμένους κλώνους με μάλλινο πανί βρεμένο σε πετρέλαιο και το καλοκαίρι, που βγαίνουν οι ψώρες από τα’ αυγά, τις ραντίζουμε με γιατρικό που κάνουμε αφού λειώσουμε σε 100 οκ. νερό 2 οκ. σαπούνι και προσθέσουμε 2-3 οκ. πετρέλαιο και 300 δράμια οινόπνευμα φωτισμού. Το γιατρικό αυτό φέρνει αποτέλεσμα όταν ραντίσουμε την ψώρα από μια φορά τον Μάη μέρη), τον Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, δηλαδή την εποχή που το έντομο αυτό βγαίνει από το αυγό. Ομοίως καλό γιατρικό είναι να λιώσουμε σε 78 οκ. νερό 650 δράμια σαπούνι και να προσθέσουμε ύστερα 150 δράμια οινόπνευμα του φωτισμού και 350 δράμια βενζίνα. Μπαίνοντας ο Φλεβάρης ή Μάρτης και στα ψυχρότερα Απρίλης χρίζουμε με μπατανόβουρτσα ή σκούπα, γερά και άρρωστα δένδρα από τους κλώνους ίσαμε κάτω και όλο τον κορμό με ασβεστόγαλα που κάνουμε ρίχνοντας σε 100 οκ. νερό 6 οκ. ασβέστη και 3 οκ. γαλαζόπετρα.
Όταν οι χωρικοί αποφασίσουν όλοι ταυτόχρονα να καταπολεμήσουν δύο τρεις χρονιές στη σειρά την ψώρα και ασβεστώνουν και τους κορμούς των δένδρων θα περιορίσουν το κακό.
Είναι λίγα χρόνια που ή καταπολέμηση της ψώρας γίνεται μ’ ένα τελειότερο φάρμακο που λέγεται θειασβέστιο και πουλιέται έτοιμο. Εμείς για να το φτιάξουμε θέλουμε:
1ον: ένα καζάνι από λαμαρίνα – χάλκινο δεν κάνει – που να είναι 80 πόντους ψηλό και 50 φαρδύ και να χωράει περισσότερο από 100 οκάδες νερό.
2ον: ένα μακρύ ραβδί (πήχη) με ένα σημάδι να δείχνει ώσπου το καζάνι χωράει 80 οκ. νερό. Το ραβδί αυτό είναι μέτρο που μας χρειάζεται να βουτούμε στο φάρμακο, όταν βράζει, για να βλέπουμε μήπως βράζοντας μείνει λιγότερο από 80 οκάδες.
3ον: ένα βαρέλι ξεφούντωτο των 100 οκ. ή μεγαλύτερο Στο βαρέλι αυτό κάνουμε ένα σημάδι για να μας δείχνει ώσπου παίρνει 95 οκ. νερό.
4ον: ένα στυλιάρι για ανακάτωμα του γιατρικού την ώρα που !θα βράζει και 5ον ένα πρόχειρο τζάκι που κάνομε στην αυλή μας και αρκετά καυσόξυλα για το βράσιμο.
Τώρα έχουμε ότι χρειάζεται για το γιατρικό και μένουν μονάχα τα υλικά που είναι τα εξής : 16 οκ. κοινό θειάφι, 8 οκ. ασβέστη και 95 οκ. νερό που με το βράσιμο πρέπει να μείνουν 80.

Πως φτιάχνουμε το θειασβέστιο Φέρνουμε κοντά στο πρόχειρο τζάκι το ξεφουντωμένο βαρέλι και το γεμίζουμε με νερό μέχρι το σημάδι που δείχνει τις 95 οκάδες.Ύστερα εκεί κοντά στο τζάκι κοσκινίζουμε το θειάφι και φέρνουμε και τον ασβέστη. Έτσι είναι όλα έτοιμα και αρχίζουμε τη δουλειά. Από το βαρέλι με τις 95 οκ. νερό παίρνουμε 20 οκ. τις χύνουμε στο καζάνι και το βάζουμε στη φωτιά. Όταν ζεσταθεί το νερό το κατεβάζουμε, ρίχνουμε τις 8 οκ. ασβέστη άσβεστο από ξυλοκάμινο και περιμένουμε να ξεθυμάνει η βράση του. Τότε ρίχνουμε από λίγο λίγο ανακατώνοντας ολοένα τις 16 οκ. θειάφι ώσπου να γίνει ένας κιτρινωπός χυλός.
Σε περίσταση που ο ασβέστης ήπιε το νερό, είτε γιατί βάλαμε λιγότερο είτε για άλλη αιτία, πρέπει δίχως άλλο να προσθέσουμε πρώτα λίγο νερό παίρνοντας το από το βαρέλι που έχει τις 95 οκ. και ύστερα να ρίξουμε το θειάφι γιατί διαφορετικά ανάβει. Ρίχνοντας το θειάφι ανακατώνουμε το χυλό. Κατόπιν χύνουμε στο καζάνι το νερό που έμεινε στο βαρέλι και έτσι έχουμε 95 οκ. νερό, 8 οκ. ασβέστη και 16 οκ. θειάφι.
Το φτιάξιμο του γιατρικού δεν τελείωσε ως εδώ. Από τη στιγμή που θα κοχλάσει πρέπει να βράσει μια ώρα σε μέτρια φωτιά, γιατί ή δυνατή το χαλάει. Και όσο βράζει ανακατεύουμε αδιάκοπα και το μετρούμε (το γιατρικό) με το σημαδεμένο ραβδί, γιατί πρέπει το σημάδι που δείχνει τις 80 οκ. να σκεπάζεται λιγάκι από το γιατρικό. Όταν το σημάδι αυτό (του ραβδίου) δε σκεπάζεται χύνουμε όσο νερό χρειάζεται για να σκεπαστεί και να είναι πάντα 80 οκ. το γιατρικό. Και όταν βράσει μια σωστή ώρα, το θειασβέστιο είναι έτοιμο και μπορούμε να το μεταχειριστούμε αραιώνοντας το με σκέτο νερό.
Σε 94 οκ. νερό, που βάζουμε σε μισοβάρελο, χύνουμε 6 οκ. θειασβέστιο, ανακατώνουμε το υγρό και ραντίζουμε τα ψωριασμένα δένδρα από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο μια φορά το μήνα. Είναι ωστόσο ωφέλιμο να ραντίζουμε τα δένδρα μας, ψωριασμένα είτε γερά, με θειασβέστιο κάθε χρόνο τον Αύγουστο.

Πρόχειρα μπορούμε να φτιάξουμε θειασβέστιο και με αυτόν τον τρόπο: Χύνουμε σε ψηλό και στενό καζάνι από λαμαρίνα 20 οκ. νερό και σβήνουμε 4 οκ. καλό και φρέσκο ασβέστη ξυλοκάμινου και όταν το ασβεστόγαλα αυτό μισοκρυώσει προσθέτουμε από λίγο λίγο 8 οκ. θειάφι ανακατώνοντας από την αρχή ολοένα το υγρό. Ύστερα το συμπληρώνουμε με 24 οκ. νερό και το βράζουμε με σιγανή φωτιά 3 τέταρτα της ώρας (όχι περισσότερο). Από τη στιγμή που θα το βάλουμε να βράσει ώσπου να περάσουνε τα 3 τέταρτα και πάρει χρώμα πορτοκαλί ανακατώνουμε το γιατρικό αδιάκοπα. Από το θειασβέστιο αυτό παίρνουμε 68 οκ., το χύνουμε σε 100 οκ. νερό και χρίζουμε την άνοιξη, τους κορμούς των ψωριασμένων δένδρων και το καλοκαίρι τα ραντίζουμε.

Σατουρνία (φυλλοφάγος κάμπια)
Είναι πράσινη κάμπια που τρώει τα φύλλα της αμυγδαλιάς και δύσκολα ξεχωρίζεται γιατί έχει ένα χρώμα με τα φύλλα της. Ως τόσο την καταλαβαίνουμε από την κοπριά που ρίχνει κάτω στο χώμα και από τα φύλλα που λιγοστεύουν μεριές μεριές. Για να προλάβουμε τις ζημίες της την μαζεύουμε ή ραντίζουμε με εντομοκτόνο. Μα και το σαπούνι με πετρέλαιο και νερό σκοτώνει τη κάμπια (2 οκ. πετρέλαιο, 3 οκ. σαπούνι, 100 οκ. νερό).

Ρυγχίτης και οπλοκάμπη
Είναι δύο διαφορετικά ζωύφια που οι κάμπιες τους τρώνε την ψίχα του αμύγδαλου. Τις ζημίες τους προλαβαίνουμε ραντίζοντας τις αμυγδαλιές μια φορά στο άνθος και άλλη μια όταν δέσει ο καρπός. Εκτός από το ράντισμα πρέπει να μαζεύονται και τα αμύγδαλα που έχουνε σκουλήκια και να καίγονται. Και το χειμώνα όσα αμύγδαλα ξηρά μένουν επάνω στο δένδρο και έχουν σκουλήκια και αυτά πρέπει να μαζεύονται και να καίγονται.

ΦΥΤΙΚΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ

Φούσκωμα (εξόγκωση) των φύλλων-Εξόασκος
Η φυτική αυτή αρρώστια προσβάλλει όχι μόνο τα φύλλα της μυγδαλιάς μα και της ροδακινιάς και της βερικοκιάς. Και φανερώνεται νωρίς την άνοιξη στα τρυφερά βλαστάρια και σπάνια στον καρπό και τα γεμίζει φουσκάλες.
Τις φουσκάλες αυτές τις κάνει εξόασκος ο παραμορφωτής που είναι μύκητας και για να βλαστήσουν οι σπόροι του θέλουν νερό (βροχή) για αυτό τον συντρέχει πολύ η υγρή άνοιξη. Ο εξόασκος που την άνοιξη χαλάει τα φύλλα της αμυγδαλιάς και ροδακινιάς γίνεται από τούς σπόρους του μύκητα που ξεχειμώνιασαν στον κορμό και στα μάτια του δένδρου, Το φούσκωμα δεν κάνει εντύπωση και όμως είναι σοβαρή αρρώστια που φανερώνεται κάθε χρόνο και ρίχνει τα φύλλα του δένδρου που είναι αποθήκη θρεπτικών ουσιών. Γίνονται βέβαια άλλα, μα στο μεταξύ το δένδρο υποφέρει, καθυστερούν τα φύλλα του και γρήγορα γερνάει και τον καρπό του δεν τον θρέφει καλά. Κατσάρωμα των φύλλων κάνει και το δάγκωμα της μελίγκρας που ένας ανίδεος μπορεί να το συγχύσει με τον εξόασκο.
Στην περίσταση αυτή για να μη ζημιωθεί και χάση χρόνο και κόπους σπάζει 2-3 φουσκάλες και αν δει πως έχουν έντομα κάνει καταπολέμηση εντόμου, αν όμως δεν έχει τέτοια θα πει πως είναι εξόασκος που προλαμβάνεται και καταπολεμείται με περοσπορίνη ή με γαλαζόπετρα που κάνουμε έτσι: Σε μισοβάρελο ή κιούπι (σιδερένιο αγγείο δεν κάνει) των 100 οκάδων χύνουμε 90 οκ. νερό, δένουμε σε λινάτσα 2 οκ. γαλαζόπετρα και την κρεμούμε από βραδύς και ως το πρωί η γαλαζόπετρα έχει λιώσει. Τότε σβήνουμε σε ένα αγγείο 1 οκά ασβέστη χύνοντας λίγο λίγο 10 οκ. νερό και κάνομε ασβεστόγαλα που σαν κρυώσει το αδειάζουμε σιγά σιγά στις 90 οκ. νερό της γαλαζόπετρας και ανακατώνουμε ταυτόχρονα το υγρό με ξύλο. ‘Ύστερα βουτούμε στη γαλαζόπετρα δοκιμαστικό χαρτί (πωλείται στα φαρμακεία) και αν κοκκινίσει ρίχνουμε ακόμα ασβέστη ώσπου να γαλαζώσει λίγο το χαρτί. Το πρώτο ράντισμα το κάνουμε τον Νοέμβριο βρέχοντας καλά με το γιατρικό τους κλώνους και τον κορμό και το δεύτερο τουλάχιστον ένα μήνα πριν λουλουδιάσει το δένδρο. Και επειδή η αρρώστια αυτή παρουσιάζεται κάθε χρόνο πρέπει να ραντίζουμε κάθε χρόνο για να την προλαβαίνουμε.
Το χειμωνιάτικο ράντισμα, του Νοεμβρίου, γίνεται και με άλλο γιατρικό από θειάφι και ασβέστη που κάνουμε με αυτόν τον τρόπο: Σε μισοβάρελο 90 οκάδων χύνουμε 40 οκ. νερό και ανακατώνοντας ρίχνουμε λίγο λίγο μιάμιση οκά τριμμένο θειάφι. Σε κάποιο αγγείο σβήνουμε με 10 οκ. νερό μια οκά ασβέστη. Το ασβεστόγαλα αυτό χύνουμε σιγά σιγά στις 40 οκ. νερό με το θειάφι ανακατώνοντας από την αρχή το υγρό.

Κομμίωση
Είναι μια από τις χειρότερες αρρώστιες που την κάνει βακτηρίδιο. Το γνώρισμά της είναι ή γόμα (κουρκουμέλα) που βγάζει το δένδρο στον κορμό, κλώνους και στα άγουρα αμύγδαλα. Όταν μια αμυγδαλιά γεμίζει γόμα αδυνατίζει και στο τέλος ξηραίνεται.
Στην κομμίωση συντρέχουν πολύ οι απότομες και αισθητές μεταβολές του καιρού, η υπερβολική υγρασία, η λίπανση με κακοχωνεμένη κοπριά, το δυνατό κρύο, οι ασυγκράτητες βροχές και ο ελλιπής αερισμός του χώματος, μα και στα σφιχτά και πτωχά χώματα τα δένδρα παθαίνουν. Η αρρώστια αυτή επειδή είναι κολλητική ποτέ δεν πρέπει να παίρνουμε μπόλι από δένδρο που έχει κομμίωση. Όταν η κομμίωση δεν έχει κυριέψει το δένδρο μπορούμε να μετριάσουμε το κακό σαν αποστραγγίσουμε το χωράφι και τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο ξελακώσουμε τα δένδρα, ώσπου να φανούν οι κυριότερες ρίζες και ρίξουμε στο κάθε ένα 1-2 οκ. ψιλοτριμμένο θειικό σίδηρο και 35 οκ. ασβέστη και στάχτη από ξυλοκάρβουνα ή ξύλα. Και σκάβουμε το χωράφι βαθιά ίσαμε δυόμιση πιθαμές για να αερίζεται το χώμα. Ωφελεί ακόμη να κόβουμε με μαχαίρι τη γόμα και να αλείφουμε την πληγή με ασβέστη που σβήνουμε εκεί κοντά για να είναι καυτό. Μερικοί βάζουν και πίσσα.
Στο χωράφι που έχει αμυγδαλιές με κομμίωση δεν πρέπει να σπέρνουμε κουκιά ή άλλο όσπριο για χλωρή λίπανση, ούτε να τις λιπαίνουμε με κοπριά παρά με χημικό λίπασμα 4–10-5. Όταν όμως η αρρώστια έχει προχωρήσει κόβουμε τους κλώνους στο γερό ξύλο και αλείφουμε την πληγή με ασβέστη που σβήνουμε ταυτόχρονα για να είναι ζεστό. Εκτός από την αμυγδαλιά, κομμίωση παθαίνει και η βερικοκιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά, κερασιά και κορομηλιά. Πολλές φορές η γόμα είναι φυσιολογική, δηλαδή δεν είναι αποτέλεσμα αρρώστιας, μα η γόμα αυτή ξεχωρίζει γιατί βγαίνει σε πληγές του δένδρου που έγιναν ή τυχαίως ή από κακό κλάδεμα.

Σκωρίαση
Είναι αρρώστια φυτική που ξηραίνει παράκαιρα τα φύλλα της μυγδαλιάς κάνοντας κάτι βούλες που έχουν χρώμα ανοιχτό πορτοκαλί. Την προλαβαίνουν ραντίζοντας τα δένδρα με γαλαζόπετρα που φτιάχνουμε όπως και για τα αμπέλια. Τα ραντίσματα πρέπει να γίνονται, το ένα πριν λουλουδιάσει η αμυγδαλιά, τον Νοέμβριο και το άλλο μπαίνοντας ο Ιανουάριος και να βρέχεται καλά το δένδρο για να καταστρέφονται τα σπέρματα του μικρομύκητα που κάνουν την αρρώστια.

Κράδος
Είναι το σάπισμα που γίνεται στην καρδιά του κορμιού ή του κλώνου. Συμβαίνει στο κλάδεμα ή από άλλη αιτία να ξεφλουδιστεί ο κορμός ή κλώνος της μυγδαλιάς, τότε ο μύκητας (πολύπορος) βρίσκει ευκαιρία, χώνεται μέσα στο ξύλο και το σαπίζει. Το κακό αυτό προλαμβάνεται όταν το κλάδεμα γίνεται με κλαδευτήρι ή τσεκούρι και με προσοχή και αν τύχη να ξεφλουδιστεί κάπου ο κορμός ή ο κλώνος να αλείφεται και το μέρος αυτό με μίγμα από ίσα μέρη άργιλο και κοπριά βοδιού ή με κατράμι. Για να αποφεύγουμε το σάπισμα πρέπει πάντα, όταν κλαδεύουμε να αλείφουμε τις πληγές με κατράμι.

Το ξύπνημα των σπόρων.

Προβλάστηση σπόρων

Πέρασε επιτέλους ο χειμώνας… Έφτασε η ώρα να ξεκινήσουμε το σπορείο μας για τα καλοκαιρινά κηπευτικά, αν φυσικά θέλουμε να μπούμε στη διαδικασία του «ξυπνήματος» των σπόρων και να μην αγοράσουμε έτοιμα φυντάνια άγνωστης προέλευσης και γονιμότητας. Τα σποράκια από την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, αφού ακολούθησαν αυστηρά τη διαδικασία επιλογής, καθαρισμού και ξήρανσης, αποθηκεύτηκαν αεροστεγώς είτε σε γυάλινα βαζάκια, είτε σε πλαστικά κουτιά, είτε στο ψυγείο τα είδη που για να βλαστήσουν πρέπει να περάσουν ένα δυνατό τεχνητό χειμώνα (πυρηνόκαρπα).

Στη φύση για να βλαστήσει ένα σπόρος από μόνος του, θα πρέπει να έχουν ευνοήσει ένα σωρό συνθήκες. Να έχει θαφτεί με χώμα 3-4 φορές το ύψος του, να 2μην έχουν προλάβει να βγουν παρασιτικά φυτά πριν από αυτόν, την ώρα που η θερμοκρασία είναι ιδανική το χώμα που βρίσκεται να έχει υγρασία, να μην πατηθεί όταν ξεπροβάλλει κι ένα σωρό άλλα…

Εμείς το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να αντιγράψουμε αυτές τις ιδανικές συνθήκες από τη φύση και να καταφέρουμε να βλαστήσουν οι σπόροι μας μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς ατσαλιές.

Για την προβλάστηση σπόρων Θα χρειαστούμε:
– Ένα πλαστικό δοχείο για καλούπι περίπου στο μέγεθος της χαρτοπετσέτας.
– Ένα ρολό χαρτί κουζίνας. Καλό θα ήταν να αποφύγουμε τα τυπωμένα χαρτιά για ευνόητους λόγους.
– Πλαστικές διαφανείς σακούλες.
– Αυτοκόλλητες ετικέτες για να μη μπερδέψουμε τις ποικιλίες.
– Νερό βροχής ή από καθαρή πηγή. Αν δεν έχουμε, τότε αναγκαστικά από τη βρύση.

Κόβουμε μονοκόμματο χαρτί από το ρολό περίπου 50cm. Αυτό αντιστοιχεί σε τέσσερα κομμάτια ενωμένα. Τα δύο θα είναι ο πάτος και τα άλλα δύο το σκέπασμα. Τα δύο τα στρώνουμε στην κάτω μεριά του πλαστικού κουτιού. Στη συνέχεια τα βρέχουμε τόσο ώστε να υγρανθεί το χαρτί, όχι όμως να περισσεύει νερό. Σκορπίζουμε τους σπόρους που θέλουμε και μετά τους σκεπάζουμε με το υπόλοιπο χαρτί. Ρίχνουμε πάλι λίγο νεράκι ώστε να υγρανθεί και το επάνω μέρος και πιέζουμε ελαφρά τις άκρες του χαρτιού ώστε όλο στο σύνολό του να είναι επίπεδο.

Σε μια από τις πλαστικές σακούλες αφού έχουμε γράψει στην αυτοκόλλητη ετικέτα κάθε χρήσιμη πληροφορία για τα σποράκια που θα4 περιέχονται, κάνουμε καμιά 10αριά τρυπούλες στο σημείο που θα καταλήξει το βρεγμένο χαρτί με τα σποράκια.

Τοποθετούμε προσεκτικά τους σπόρους στη σακούλα κι αυτό ήταν! Δεν έχουμε πλέον παρά να τα τοποθετήσουμε σε ένα ζεστό μέρος, πάντα αντιγράφοντας τη μάνα φύση, και να ελέγχουμε μέρα παρά μέρα αν το τα χαρτιά με τους σπόρους είναι αρκετά υγρά ή πότε θα ξεπροβάλλουν οι ριζούλες τους. Στη φάση αυτή ο ήλιος δε χρειάζεται. Φυσικά θα πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει ένα αρκούντως ζεστό περιβάλλον.

Δε θα χρειαστεί να περιμένουμε και πολύ. Οι ιδανικές συνθήκες που προσφέραμε στα νεογνά θα έχουν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση της ρίζας. Πρώτοι οι σπόροι από τα ηλιοτρόπια θα γεννηθούν. Θα ακολουθήσουν οι ντομάτες, τα φασόλια, οι κατιφέδες και τα βασιλικά (δεν πιστεύω να τα αγοράζετε!) και αρκετά αργότερα οι μελιτζάνες, οι πιπεριές οι κολοκυθιές και τελευταίες οι λούφες.
Ήρθε πια η ώρα να πάρουν την πρώτη γεύση από χώμα. Θέλουμε καλής ποιότητας κομπόστα και καθαρά χέρια.
Οι καπνιστές καλό θα ήταν να φορούν γάντια ή να πλένουν πολύ καλά τα χέρια τους.
Η αναλογία για το βάθος φυτέματος ισχύει και σε αυτή τη φάση.
Δε μετράμε το ύψος του σπόρου μαζί με τη ρίζα. Μονάχα το σπόρο.
Προσέχουμε λοιπόν ο σπόρος να θαφτεί με χώμα 3-4 φορές το μέγεθός του. Και φυσικά η ρίζα να είναι προς τα κάτω.
Τη συνέχεια την ξέρετε οι περισσότεροι.
Ας συμπληρώσω και λίγο τη διαδικασία για τα πυρηνόκαρπα μιας και τα ανέφερα παραπάνω.
Αφού βγάλουμε τα κουκούτσια από το ψυγείο θα πρέπει να σπάσουμε πολύ προσεκτικά το σκληρό εξωτερικό περίβλημα για να επισπεύσουμε την όλη διαδικασία.
Κατά τα άλλα ακολουθούνται οι διαδικασίες όπως και για τους σπόρους των κηπευτικών.

Στην φωτογραφία βλέπετε κουκούτσια βερικοκιάς με επιτυχία βλάστησης 100%. Σήμερα που μιλάμε είναι ολόκληρα δεντράκια. Τι θα πετύχουμε με όλο αυτό;
Μεγάλη οικονομία σπόρων. Θα ξέρουμε πως οι σπόροι που δε θα βγάλουν ριζούλα είναι στείροι.
Θα αποφύγουμε τον κόπο του ξεριζώματος στα σποροδοχεία, άμα τύχει και φυτρώσουν περισσότεροι από ένας.
Μπορούμε να διαλέξουμε τους πιο «ζωηρούς» και να έχουμε εύρa333b-to-ksipnima-ton-sporon-06ωστα φυτά.
Αυτοί που σπέρνουν απευθείας στο χωράφι δε θα έχουν κενά στις σειρές αν σπέρνουν πια προβλαστημένους σπόρους.
Μέσα από την όλη διαδικασία μπορεί να ανοίξει η διάθεση σε κάποιους και να ξεκινήσουν να βάλουν στη διατροφή τους τα φύτρα.
Τέλος είναι υπέροχη η αίσθηση του να ζεις το θαύμα της φύσης από τον σπόρο μέχρι τη μάρανση του φυτού στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου. Είναι ένα καταπληκτικό μάθημα για την εισαγωγή των παιδιών στην κηπουρική. Είναι ένα είδος αντίστασης σε εκείνους που θέλουν να έχουν τον έλεγχο της τροφής μας. Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται να διαθέτουμε λίγο από το χρόνο μας για να ξυπνάμε τους σπόρους. Τους δικούς μας σπόρους…

Πολλαπλασιασμός δέντρων με μοσχεύματα.

Ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα είναι ο πιο διαδεδομένος αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού και εφαρμόζεται συχνά σε πολλά είδη.
Είναι σχετικά εύκολη και γρήγορη μέθοδος και δίνει φυτά που διατηρούν τους ακριβείς χαρακτήρες του μητρικού φυτού, δηλαδή του φυτού από το οποίο κόπηκε το μόσχευμα.
Πρόκειται για ενόφθαλμα τμήματα βλαστών τα οποία υπό ειδικές συνθήκες αναπτύσσουν ριζικό σύστημα και στη συνέχεια αναπτύσσονται ως ανεξάρτητα φυτά.

Τα φυτά, όπως άλλωστε και τα περισσότερα έμβια όντα, αναπτύσσουν εμβρυϊκό ιστό (κάλο) σε σημεία όπου ο ιστός τους έχει τραυματιστεί στην προσπάθεια τους να τον επουλώσουν.
Ο ιστός αυτός υπό ειδικές συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας και φωτός μπορεί να μετατραπεί σε ριζικό σύστημα.

Τα μοσχεύματα ανάλογα με το χρόνο κοπής τους διακρίνονται σε:

«Μαλακά» ή «φυλλώδη»: Είναι τα μοσχεύματα που κόβουμε κατά την πρώτη περίοδο της βλαστικής ανάπτυξης των φυτών την άνοιξη, όταν οι βλαστοί είναι μαλακοί και πράσινοι από το Μάρτιο έως το Μάιο περίπου.
«Σκληρά» ή «ξυλώδη» : Είναι αυτά που κόβουμε κατά την περίοδο του λήθαργου των φυτών και αφού αυτά έχουν πλήρως ξυλοποιηθεί από τον Οκτώβριο έως το Φεβρουάριο.
«Ημίσκληρα» ή «ημιξυλώδη» : Είναι τα μοσχεύματα που κόβουμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου βλάστησης, όταν οι βλαστοί έχουν εν μέρει ξυλοποιηθεί και η ανάπτυξη των φυτών έχει επιβραδυνθεί από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο.

Επίσης, ανάλογα με τον τρόπο κοπής τους διακρίνονται σε:
ΠΩΣ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΟΣΧΕΥΜΑ ΑΠΟ ΜΑΛΑΚΟ ΞΥΛΟ ,
ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΓΟΝΑΤΟ.


«Απλά», όταν αυτά κόβονται με μία κάθετη τομή από ένα κλαδί, 2-3 χιλιοστά κάτω από κάποιο μάτι.
Με «νύχι» ,όταν αυτά προέρχονται με σχίσιμο ενός κλαδιού από ένα φέρον κλαδί.
Με «τακούνι», όταν το κλαδί του μοσχεύματος αποσπάται από το φέρον κλαδί με δύο λοξές τομές, έτσι ώστε στη βάση του μοσχεύματος να υπάρχει ένα τμήμα παλαιότερου ξύλου.

Ας δούμε πως πολλαπλασιάζουμε αυτή την εποχή με «απλά» μοσχεύματα, που είναι πολύ εύκολο:
Επιλέγουμε νεαρά, υγιή φυτά, απαλλαγμένα από παραμορφώσεις και ασθένειες. Από αυτά επιλέγουμε τους δυνατότερους βλαστούς που είναι απαλλαγμένοι από άνθη ή καρπούς. Κόβουμε τα μοσχεύματα σε μήκος 10-15 εκατοστά από κλαδιά διαμέτρου 3-5 mm.
Κόβουμε τη κάτω πλευρά του μοσχεύματος 2-3 χιλιοστά κάτω από ένα «μάτι».
Μετά την κοπή των μοσχευμάτων αφαιρούμε τα φύλλα, όταν αυτά είναι φυλλώδη, από τη βάση των μοσχευμάτων ως τα 2/3 του ύψους τους. Σε μοσχεύματα με μεγάλα φύλλα κόβουμε τα εναπομείναντα φύλλα τους τόσο ώστε τελικά να μειώσουμε δραστικά τη διαπνοή τους. (ένα μέτρο είναι να διατηρούμε φύλλωμα του οποίου το μήκος να μην ξεπερνά το 1/3 του μήκους του μοσχεύματος) είναι βασικό οι τομές των μοσχευμάτων να είναι «καθαρές», με κλαδευτήρια καλά ακονισμένα και απολυμασμένα, ώστε να μην είναι δυνατή η μετάδοση ασθενειών.
Μετά την κοπή των μοσχευμάτων, για να αυξήσουμε τις πιθανότητες ριζοβολίας τους τα τοποθετούμε σε ορμόνη ριζοβολίας.
Εμβαπτίζουμε τα 2-3 εκατοστά της βάσης των μοσχευμάτων αφού τα βρέξουμε με λίγο νερό, σε ορμόνη ριζοβολίας.
Τοποθετούμε, τέλος, τα μοσχεύματα σε ελαφρύ εδαφικό μείγμα, που συνήθως προετοιμάζουμε αναμειγνύοντας ή χρησιμοποιώντας μεμονωμένα τύρφη, άμμο και περλίτη. Τα πιο πάνω υλικά επιτρέπουν τον καλό αερισμό τους, εδάφους παρά τη συνεχή χρήση νερού.

Τα μοσχεύματα που κόβουμε το φθινόπωρο και το χειμώνα τοποθετούνται σε ελαφρά σκιασμένο ή και φωτεινό μέρος. Ποτίζουμε και ψεκάζουμε με νερό τακτικά τα μοσχεύματα, ώστε να μην αφυδατωθούν και ξεραθούν, χωρίς να το παρακάνουμε. Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να οδηγήσει σε κακό αερισμό των φυτών και στην ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών. Η περιοδικότητα του ποτίσματος εξαρτάται από την εποχή, τη θερμοκρασία, την έκθεση στο φως κ.λ.π.

ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΗΜΙΣΚΛΗΡΟ ΞΥΛΟ

Είναι δύσκολο να ορίσουμε πια ακριβώς είναι .
Μπορεί να ποικίλουν από εκείνα που παίρνουμε από βλαστούς που μόλις αρχίζουν να ωριμάζουν στη βάση τους , μέχρι μοσχεύματα από βλαστούς που είναι σχεδόν , αλλά όχι εντελώς ώριμοι .Τα μοσχεύματα αυτού του τύπου είναι πιο εύκολα στο χειρισμό τους από τα μαλακά , έχοντας μάλιστα υπόψη ότι δεν σαπίζουν τόσο εύκολα όσο σαπίζουν τα μαλακά .Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δε χρειάζονται και αυτά μια σχετική φροντίδα , αν μάλιστα σκεφτούμε ότι είναι μοσχεύματα που το κάτω μέρος τους ,αυτό δηλαδή που θα ριζοβολήσει , είναι συνήθως ξυλοποιημένο , ενώ το πάνω άκρο τους είναι ακόμα πράσινο και μαλακό , κατά συνέπεια μπορεί να σαπίσει .
Η καταλληλότερη εποχή για να κόψουμε τέτοια μοσχεύματα είναι περίπου από τις αρχές Ιουνίου μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου .Πρόκειται για κομμάτια από πλευρικούς βλαστούς που του κόβουμε έτσι , ώστε να έχουν νύχι. Εύκολα μπορούμε να πάρουμε αυτούς τους βλαστούς με τα χεριά μας , όπως δείχνει η εικόνα . Τραβώντας δηλαδή τον νεαρό βλαστό στη γωνία πού σχηματίζει με τον παλιό . Έτσι ο νεαρός βλαστός θα αποχωριστεί με ένα αρκετά φαρδύ μέρος παλιού ξύλου , μαζί με αρκετό φλοιό , πάλι παλιό . Στη συνεχεία , με μια κοφτερή λεπίδα καθαρίζουμε το τακούνι , έτσι ώστε να αφαιρέσουμε το επιπλέον τμήμα του φλοιού και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε μια καθαρή και επίπεδη επιφάνεια .

ΠΩΣ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΟΣΧΕΥΜΑ ΜΕ ΝΥΧΙ
Αφαιρούμε την τρυφερή κορυφή τους , όπως επίσης και όλα τα φύλλα μαζί με τους ποδίσκους τους χωρίς όμως να αφαιρούμε και μέρος από τον φλοιό , στο σημείο δηλαδή της έκφυσης των φύλλων .
Έτσι το μόσχευμα μας είναι έτοιμο για φύτευμα .
Το μήκος του πρέπει να είναι περίπου 10-15 cm .
Αυτά τα μοσχεύματα τα φυτεύουμε όπως ακριβώς και εκείνα από μαλακό ξύλο , χωρίς όμως να χρειάζονται κάλυψη , αν και έχει παρατηρηθεί ότι εάν τα καλύψουμε έχουμε καλύτερη και γρηγορότερη ριζοβολία.
Ο χρόνος ριζοβολίας τους εξαρτάται από το είδος και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται .
Γενικά , όσο ποιο ώριμο είναι ένα μόσχευμα τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζεται για να ριζώσει.
Πάντως ο χρόνος ποικίλη από 5-20 εβδομάδες .

Πολλαπλασιασμός δέντρων με ξυλώδη μοσχεύματα.

Αποτελεί μία εύκολη τεχνική πολλαπλασιασμού των οπωροφόρων δέντρων και θάμνων. Χρησιμοποιούμε μοσχεύματα σκληρού ξύλου που δεν έχουν φύλλα. Αυτά, δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις για υψηλή υγρασία και υδρονέφωση.
Τα μοσχεύματα σκληρού ξύλου είναι ακόμα πιο εύκολο να προετοιμαστούν σε σχέση
με τα ποώδη μοσχεύματα και εφαρμόζεται σε οπωροφόρα δέντρα όπως είναι η δαμασκηνιά, η συκιά, ροδιά, μουριά, βερικοκιά, ροδακινιά και κυδωνιά. Μερικά δαμάσκηνα μπορούν να αναπτυχθούν απο μοσχεύματα σκληρού τύπου ενώ ορισμένες άλλες ποικιλίες δεν ριζοβολούν ικανοποιητικά. Επίσης, η τεχνική αυτή εφαρμόζεται στο αμπέλι, στα ακτινίδια και στα φραγκοστάφυλα.

Προετοιμασία ξυλοποιημένων μοσχευμάτων

Η καλύτερη εποχή για την λήψη των σκληρών μοσχευμάτων είναι από αρχές φθινοπώρου έως και το τέλος του χειμώνα. Τα μοσχεύματα θα πρέπει να 2προέρχονται από ξύλο τρέχουσας βλάστησης ενώ η βάση αυτού θα πρέπει να προέρχεται από ξύλο ηλικίας δύο ετών. Το πάχος του μοσχεύματος θα πρέπει να είναι περίπου όσο ενός μολυβιού. Η βάση του μοσχεύματος αυτού, έχει μεγάλο δυναμικό για την ανάπτυξη της ρίζας ενώ ο μεγάλος αριθμός των λανθάνοντων οφθαλμών παρέχουν ορμόνες που απαιτούνται για την ριζοβόληση του.
· Τα ξυλοποιημένα μοσχεύματα θα πρέπει να έχουν μήκος πολύ μεγαλύτερο από ότι τα ποώδη μοσχεύματα επειδή χρειάζονται πολύ μεγαλύτερο χρόνο για να αναπτύξουν ρίζες. Τα περισσότερα ξυλώδη μοσχεύματα έχουν μήκος 15-20 εκατοστά ή ακόμα και μεγαλύτερο. Το μεγαλύτερο απόθεμα σε θρεπτικά συστατικά που περιέχει ένα μεγαλύτερο ξυλώδες μόσχευμα, το βοηθάει να παραμείνει ζωντανό για περισσότερο χρονικό διάστημα.
· Κάνουμε μία οριζόντια τομή 6 χιλιοστών κάτω από το χαμηλότερο οφθαλμό στην βάση
· Τραυματίζουμε το μόσχευμα. Τα είδη που είναι δύσκολο να ριζοβολήσουν, θα πρέπει να τραυματιστούν στην βάση των ξυλοποιημένων μοσχευμάτων. Αυτό περιλαμβάνει ένα ελαφρό κόψιμο αντιδιαμετρικά στην βάση αυτών. Αυτό γίνεται προκειμένου να εκτεθεί περισσότερο το κάμβιο το οποίο και συμβάλλει στην δημιουργία κάλλου και στην ριζοβόληση των ξυλοποιημένων μοσχευμάτων.
·Βυθίζουμε την βάση των μοσχευμάτων στην ορμόνη ριζοβολίας. Η ορμόνη ριζοβολίας θεωρείται ότι συμβάλλει στην δημιουργία ριζών ειδικότερα στα δύσκολα προς ριζοβόληση δέντρα.
· Τοποθετούμε το μόσχευμα στο υπόστρωμα ανάπτυξης. Θα πρέπει να τοποθετούμε το μόσχευμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ¼ αυτού να βρίσκεται έξω από το υπόστρωμα και το υπόλοιπο, μέσα στο υπόστρωμα ανάπτυξης. Με αυτό το τρόπο, μειώνεται η απώλεια υγρασίας από αυτό. Το υπόστρωμα ανάπτυξης μπορεί να είναι είτε χώμα και άμμος, είτε άμμος ή τύρφη και περλίτης.
· Μετά την τοποθέτηση του ξυλοποιημένου μοσχεύματος στο υπόστρωμα ανάπτυξης, ποτίζουμε ελαφρώς. Δεν θα πρέπει να υπερποτίζουμε διότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει ανασχετικά στην ριζοβολία. Εάν είναι δυνατόν, τοποθετούμε το υπόστρωμα ανάπτυξης μαζί με τα ξυλοποιημένα μοσχεύματα, σε ένα δροσερό και σκιερό μέρος στο θερμοκήπιο, αφού αυτό συμβάλλει θετικά στον σχηματισμό ριζών.
Πολλαπλασιασμός αμπέλου με ξυλοποιημένα μοσχεύματα. Η άμπελος όπως και πολλά άλλα δέντρα, πολλαπλασιάζεται εύκολα με ξυλοποιημένα μοσχεύματα. Πιο συγκεκριμένα, λαμβάνουμε ένα μόσχευμα 3-4 οφθαλμών και το βυθίζουμε στο υπόστρωμα ριζοβολίας αφήνοντας ωστόσο 2 οφθαλμούς άθαφτους. Κατά τον ίδιο τρόπο, τραυματίζουμε την βάση του μοσχεύματος και το θάβουμε σε υπόστρωμα ριζοβολίας(τύρφη και περλίτη, χώμα και άμμος). Η ορμόνη ριζοβολιάς βοηθάει και αυτή στην επιτάχυνση και στην δημιουργία ριζών.

ΠΥΡΗΝΟΚΑΡΠΑ ΔΕΝΔΡΑ

Γνωριμία με τα πυρηνόκαρπα

ΔΕΝΔΡΟ ΡΟΔΑΚΙΝΙΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ
Τα πυρηνόκαρπα, δηλαδή η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά, η βυσσινιά, η αμυγδαλιά και η δαμασκηνιά, ανήκουν όπως και τα γιγαρτόκαρπα στην οικογένεια Rosaceae, αλλά στην υποοικογένεια Prunoideae. Κοινό χαρακτηριστικό των καρπών τους είναι ότι αποτελούνται από το εδώδιμο τμήμα, που είναι σαρκώδες και από έναν σκληρό πυρήνα που εσωτερικά φέρει ένα συνήθως σπέρμα.

Δεν είναι δένδρα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, διότι η καλλιέργεια τους έχει περιορισμούς εδαφικούς και κλιματικούς. Όπως και στα υπόλοιπα φυλλοβόλα δένδρα, τα δενδρύλλια των πυρηνοκάρπων που φυτεύουμε, αποτελούνται από το υποκείμενο και το εμβόλιο (ποικιλία). Υπάρχουν για καθένα από αυτά αρκετά υποκείμενα και ποικιλίες που χρησιμοποιούνται, ανάλογα με το έδαφος και το μικροκλίμα της περιοχής, στην οποία θα φυτεύσουμε, τον επιθυμητό χρόνο ωρίμανσης αλλά και την ευαισθησία σε ορισμένες ασθένειες.

Ειδικότερα, στη ροδακινιά, χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα τα υβρίδια αμυγδαλιάς –ροδακινιάς, γνωστά ως GF, τα οποία είναι ανθεκτικά στα ασβεστούχα εδάφη και επιτρέπουν επίσης την επαναφύτευση μιας περιοχής με ροδάκινα χωρίς προβλήματα. Οι ποικιλίες των ροδάκινων διακρίνονται πρωτίστως σε επιτραπέζιες με χνούδι, σε νεκταρίνια και σε συμπύρηνα, που είναι κατάλληλα για κομπόστες. Επίσης διαχωρίζονται ανάλογα με τις απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες, την πρωιμότητα της άνθισης και τον χρόνο ωρίμανσης (πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες). Ο τελευταίος διαχωρισμός ισχύει και για τα υπόλοιπα πυρηνόκαρπα. Γνωστές ποικιλίες ροδακινιάς είναι οι Elberta, Cardinal, Springgold και Redhaven.

Η βερικοκιά με γνωστότερες ποικιλίες την πρώιμη Τυρίνθου, την Μπεμπέκου, τη Luizet και την Paviot, εμβολιάζεται συνήθως σε σπορόφυτα βερικοκιάς και λιγότερο σε ροδακινιά. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμυγδαλιά, στην οποία χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα σπορόφυτα άγριας αμυγδαλιάς και λιγότερο ροδακινιάς. Οι ποικιλίες της αμυγδαλιάς, εκτός των άλλων, διακρίνονται και σε απαλοκέλυφες (Αφράτα Χίου, Ρέτσου) και σκληροκέλυφες (Truito, Ferragnes, Ferraduel) ανάλογα με την σκληρότητα του κελύφους.

Οι ποικιλίες της κερασιάς εμβολιάζονται είτε σε σπορόφυτα άγριας κερασιάς (Mazzard), είτε στο Prunus mahaleb, το οποίο αποτελεί και το βασικότερο υποκείμενο της βυσσινιάς. Ιδιαίτερα γνωστές ποικιλίες κερασιάς είναι οι πρωιμότατες Bigarreau Burlat και Van καθώς και τα Τραγανά Εδέσσης. Φυσικά γνωρίζουμε πλέον ότι όλες οι ποικιλίες ΔΕΝ μπορούν να εμβολιασθούν σε οποιοδήποτε υποκείμενο, άσχετα με τα καλά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει αυτό, διότι υπάρχει το φαινόμενο της αποκόλλησης του εμβολίου.

Πότε και πως φυτεύω τα πυρηνόκαρπα

ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ…ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΙΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Τα πυρηνόκαρπα, όπως και τα υπόλοιπα φυλλοβόλα, φυτεύονται γυμνόρριζα κατά την περίοδο από Νοέμβριο έως Μάρτιο, αλλά με προσοχή στις περιόδους των παγετών. Φροντίζουμε τα δενδρύλλια που θα προμηθευτούμε να είναι υγιή και ζωηρά, να μην υπάρχει ένδειξη αποκόλλησης του εμβολίου και τέλος να μην έχουν προσβολή από κοκκοειδή. Καλό είναι να αγορασθούν από φυτώριο της εμπιστοσύνης μας, γιατί τα πυρηνόκαρπα έχουν ορισμένες ασθένειες του ξύλου, οι οποίες δεν είναι εμφανείς μακροσκοπικά, αλλά σίγουρα θα δημιουργήσουν προβλήματα αργότερα.

Ο χώρος στον οποίο θα υπολογίσουμε, θα πρέπει να είναι αρκετός, διότι το πιο διαδεδομένο σχήμα διαμόρφωσης είναι το ελεύθερο κύπελλο, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανάπτυξη. Στο μέρος όπου θα γίνει η φύτευση, πρέπει να έχουμε καθαρίσει όλα τα υπολείμματα άλλων καλλιεργειών, να απομακρύνουμε τα ζιζάνια και να φροντίσουμε για την καλή στράγγιση του χώρου, διότι όλα τα πυρηνόκαρπα υποφέρουν από την υψηλή εδαφική υγρασία και παρουσιάζουν πολλά προβλήματα.

Κατά τη φύτευση προσέχουμε να μην σκεπαστεί το σημείο του εμβολίου από το έδαφος για να μην ριζοβολίσει η ποικιλία. Είναι σημαντικό μετά τη φύτευση να προσέχουμε ιδιαίτερα την άρδευση των δενδρυλλίων, την ισορροπημένη λίπανση καθώς και την προσεκτική και τακτική αφαίρεση των ζιζανίων, ώστε αυτά να μην ανταγωνίζονται για θρεπτικά στοιχεί και νερό.

Τι προσέχω
Όλα τα πυρηνόκαρπα απαιτούν ορισμένο αριθμό ωρών σε θερμοκρασία κάτω από 7 οC για να διακοπεί ο λήθαργος των οφθαλμών του και να δώσουν μια ικανοποιητική βλάστηση και καρποφορία. Θα πρέπει, άρα, να ενημερωθούμε και να γνωρίζουμε η συγκεκριμένη ποικιλία, την οποί επιλέγουμε, τι ακριβώς απαιτήσεις έχει και αν μπορούμε να την φυτεύσουμε εκεί που επιθυμούμε.

Οι περισσότερες ποικιλίες ροδακινιάς και κερασιάς απαιτούν αρκετά μεγάλο αριθμό ωρών χαμηλών θερμοκρασιών και αν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση, η βλάστηση και η καρποφορία θα είναι πολύ μειωμένες. Περιοχές, στις οποίες σημειώνεται συχνά χαλάζι και πρώιμοι ανοιξιάτικοι παγετοί πρέπει να αποφεύγονται για όλα τα πυρηνόκαρπα, τα οποία ανθίζουν νωρίς την άνοιξη και συνεπώς κινδυνεύουν να χάσουν την ανθοφορία του έτους.

Επίσης στην περιοχή θα πρέπει οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες να μην υπερβαίνουν του 32 οC, γιατί το μέγεθος των καρπών στα ροδάκινα είναι μικρό, ενώ τόσο στα ροδάκινα όσο και στα κεράσια στην καρποφορία της επόμενης χρονιάς θα υπάρχουν πολλοί διπλοί καρποί. Ο υγρός και βροχερός καιρός σε μια περιοχή και κυρίως κατά την άνοιξη, στην ανθοφορία αργότερα και στην αύξηση των καρπών είναι ανεπιθύμητος για τα πυρηνόκαρπα, γιατί ευνοεί τις μυκητολογικές προσβολές, στις οποίες αυτά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα.

Αντίθετα όμως, έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε άρδευση και δεν πρέπει να φυτεύονται όπου δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Επίσης τα βαθιά, αμμοπηλώδη, γόνιμα εδάφη είναι ό,τι καλύτερο για εύρωστα δένδρα.

Τέλος το πλέον βασικό για μια καλή καρποφορία είναι να προνοήσουμε για την φύτευση «επικονιαστριών ποικιλιών», οι οποίες θα «συναντηθούν» με τις ποικιλίες που έχουμε, όπου δεν είναι δυνατόν να γίνει αλλιώς σωστή επικονίαση και γονιμοποίηση.

Για τη ροδακινιά και βερικοκιά αυτό το πρόβλημα υπάρχει μόνο για ελάχιστες ποικιλίες τους αλλά για όλα τα υπόλοιπα είναι απαραίτητο να φυτεύονται κάποιοι επικονιαστές σε αριθμό ανάλογο με αυτό των δένδρων, διότι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καρποφορία.

Κλάδεμα στα πυρηνόκαρπα

Το κλάδεμα διαμόρφωσης στα πυρηνόκαρπα, δηλαδή αυτό που γίνεται σταδιακά από την φύτευση του δενδρυλλίου μέχρι την δημιουργία ενός ισχυρού σκελετού, είναι παρόμοιο με αυτό που εφαρμόζουμε στις μηλιές και αχλαδιές, εφόσον το τελικό σχήμα του δένδρου θα είναι το ανοιχτό κύπελλο. Αντίθετα το κλάδεμα καρποφορίας εκτός από την ροδακινιά είναι σχετικά απλό και συνίσταται σε απαλείψεις βλαστών, οι οποίοι εμποδίζουν τον καλό αερισμό και φωτισμό της κόμης του δένδρου. Επίσης μειώνεται έτσι και η υψηλή υγρασία που αναπτύσσεται στο εσωτερικού του φυλλώματος και ευνοεί την παρουσία μυκήτων.

Οι απαλείψεις γίνονται πάντα με προσοχή, ώστε να μην καταστρέψουμε τα καρποφόρα όργανα των δένδρων, τα οποία στην περίπτωση της κερασιάς, βυσσινιάς, αμυγδαλιάς και δαμασκηνιάς είναι μόνιμα.

Τα πυρηνόκαρπα γενικά καρποφόρων σε βλαστούς του προηγούμενου έτους και πάντα ο κορυφαίος οφθαλμός του βλαστού είναι βλαστοφόρος. Κατά συνέπεια οι καρποί φέρονται μόνο πλάγια του βλαστού και ποτέ στην κορυφή. Τα μόνιμα καρποφόρα όργανα είναι οι ροζέτες, οι οποίες είναι βλαστοί μεγέθους 1 – 5 cm., που αποτελούνται από ένας κεντρικό βλαστοφόρο οφθαλμό και 3 – 7 πλάγιους ανθοφόρους και έχουν διάρκεια ζωής 5 – 7 χρόνια. Στη ροδακινιά και την βερικοκιά τα καρποφόρα όργανα είναι οι μικτοί βλαστοί, οι οποίοι έχουν μήκος 15 cm και φέρουν ανά γόνατο έναν ανθοφόρο και ένα βλαστοφόρο οφθαλμό.

Στο κλάδεμα καρποφορίας αλλά και στην συγκομιδή φροντίζουμε να μην τραυματίζουμε τα καρποφόρα όργανα και όταν περάσει ο χρόνος της λειτουργικής τους ζωής τα ανανεώνουμε.

Στη ροδακινιά, εκτός από τις απαλείψεις βλαστών κάνουμε ορισμένες φορές και βραχύνσεις για να μειωθεί ο υπερβολικός αριθμός των ανθοφόρων οφθαλμών και να μην παρατηρηθεί υπερβολική καρποφορία που εξασθενεί το δένδρο. Δεν κόβουμε όμως χωρίς λόγο βλαστούς του έτους που τον επόμενο χρόνο θα καρποφορήσουν.

Πολλαπλασιασμός αχλαδιάς

ΜΕΓΕΘΟΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΧΛΑΔΙΑΣ
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΠΟΡΟΦΥΤΟ
Η αχλαδιά πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό σε σπορόφυτα και κλωνικά υποκείμενα αχλαδιάς. Το κυριότερο σπορόφυτο που χρησιμοποιείται ως υποκείμενο στην αχλαδιά είναι η άγρια αχλαδιά (Pyrus communis). Δίνει μεγάλου μεγέθους δέντρα, που είναι γενετικά ανομοιόμορφα. Αργούν να εισέλθουν σε καρποφορία, στο πέμπτο με έβδομο έτος και σε πλήρη καρποφορία μπαίνουν στο εικοστό έτος. Είναι ανθεκτικά σε αντίξοες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και έχουν καλή συγγένεια με όλες τις ποικιλίες αχλαδιάς. Πρόβλημα παρουσιάζει η ποικιλία Williams, η οποία όταν είναι εμβολιαζόμενη σε σπορόφυτα άγριας αχλαδιάς παρουσιάζει ευαισθησία στην ασθένεια της κατάρρευσης της αχλαδιάς (pear decline). Παρουσιάζει, εξάλλου, ελάχιστη ευαισθησία στη χλώρωση.
Η ανάγκη για τη δημιουργία κλωνικών υποκειμένων προέκυψε από την ευαισθησία του σπορόφυτου αχλαδιάς στο βακτηριακό κάψιμο. Δημιουργήθηκαν, έτσι, αρκετά κλωνικά υποκείμενα. Ως κλωνικά υποκείμενα για την αχλαδιά χρησιμοποιούνται οι επιλεγμένοι κλώνοι κυδωνιάς ΕΜ Α και ΒΑ 29, καθώς και τα υβρίδια OHF.
Το ΕΜ Α είναι υποκείμενο, που επιλέχθηκε από τον κλώνο κυδωνιάς Αγγέρης. Το ΕΜ Α προκαλεί νανισμό κατά 50% στο εμβόλιο σε σχέση με το σπορόφυτο και είναι κατάλληλο για υποστηριγμένα σχήματα με πυκνή φύτευση. Απαιτεί ελαφρά, καλά στραγγιζόμενα εδάφη και απαραίτητα πρέπει να αρδεύεται. Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως υποκείμενο όταν το pH του εδάφους είναι μεγαλύτερο από το 7,5. Σε σχετικά υψηλό pH παρουσιάζει χλώρωση.
Το ΒΑ 29 είναι υποκείμενο που επιλέχθηκε από τον κλώνο κυδωνιάς Προβηγκίας. Προκαλεί 40% νανισμό στο εμβόλιο και αντέχει περισσότερο από το ΕΜ Α στην ξηρασία και στα ασβεστούχα εδάφη. Θεωρείται υποκείμενο που ταιριάζει σε πολλές ποικιλίες αχλαδιάς και δίνει μεγαλύτερες αποδόσεις από το ΕΜ Α. Ως υποκείμενο της ποικιλίας Williams, παρουσιάζει ευαισθησία στην ασθένεια της κατάρρευσης της αχλαδιάς (pear decline).
Για την αντιμετώπιση της κατάρρευσης εφαρμόζεται ενδιάμεσος εμβολιασμός.
Μειονέκτημα των υποκειμένων κυδωνιάς είναι η μερική ασυμφωνία με τις περισσότερες ποικιλίες αχλαδιάς. Εξαίρεση αποτελούν οι ποικιλίες Comice, Passe Crassane και Hardy. Για την αντιμετώπιση της ασυμφωνίας μεταξύ υποκειμένου και εμβολίου χρησιμοποιείται η τεχνική του ενδιάμεσου εμβολιασμού.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΦΥΛΛΟΒΟΛΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2:
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΧΛΑΔΙΑΣ
ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Η σειρά υποκειμένων OHF είναι υβρίδια της ποικιλίας Old Home και της ποικιλίας Farmingdale. Τα υποκείμενα της σειράς αυτής συνδυάζουν την ανθεκτικότητα στο βακτηριακό κάψιμο (πλεονέκτημα της ποικιλίας Old Home) και τη μεγάλη ικανότητα πρόσληψης ασβεστίου (πλεονέκτημα της ποικιλίας Farmingdale) με αποτέλεσμα να μειώνονται οι φυσιολογικές ανωμαλίες των καρπών.
Παρουσιάζουν πολύ ελαφρά ευαισθησία στη χλώρωση και είναι, επίσης, ανθεκτικά στην κατάρρευση, αλλά είναι ευαίσθητα στους νηματώδεις. Στη σειρά αυτή υπάγονται αρκετά υποκείμενα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα ακόλουθα:
1. Το OHxF 97, που είναι ζωηρό υποκείμενο.
2. Το OHxF 217, που είναι ημινάνο έως ζωηρό υποκείμενο (προκαλεί νανισμό 20% στο εμβόλιο).
3. Το OHxF 333, που είναι ημινάνο υποκείμενο (προκαλεί νανισμό 30% στο εμβόλιο).

Σημείωση: Στα γιγαρτόκαρπα περιλαμβάνεται και η κυδωνιά, για την οποία όμως δεν χρησιμοποιούνται υποκείμενα και ο πολλαπλασιασμός της γίνεται πολύ εύκολα, αγενώς, με μοσχεύματα της επιθυμητής ποικιλίας.

Πολλαπλασιασμός ροδακινιάς

Τα υποκείμενα που χρησιμοποιούνται για τη ροδακινιά προέρχονται από το είδος της ροδακινιάς (Prunus persica), από διάφορα είδη δαμασκηνιάς (Prunus domestica, Prunus insitita, Prunus cerasifera κλπ), υβρίδια μεταξύ ειδών ροδακινιάς και άλλων πυρηνοκάρπων (π.χ. ροδακινιά x αμυγδαλιά) και υποκείμενα από άλλα είδη πυρηνο κάρπων (αμυγδαλιά, βερικοκιά). Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με εμβολιασμό σε σπορόφυτα ή με κλωνικά υποκείμενα.

Σπορόφυτα

Στη ροδακινιά, τα σπορόφυτα που χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα προέρχονται από σπόρους άγριας ροδακινιάς ή ορισμένων ποικιλιών ροδακινιάς. Είναι ευαίσθητα σε υγρά εδάφη και απαιτούν εδάφη με καλή αποστράγγιση. Δεν είναι κατάλληλα για χρήση σε περιπτώσεις επαναφύτευσης οπωρώνα με ροδακινιές. Δεν αντέχουν σε ασβεστώδη εδάφη, με περιεκτικότητα ασβεστίου μεγαλύτερη από 3-4%. Είναι, ωστόσο, συμβατά με τις περισσότερες ποικιλίες ροδακινιάς, αλλά ταυτόχρονα είναι ευαίσθητα στους νηματώδεις. Εκτός από τη ροδακινιά, ως σπορόφυτα μπορούν να χρησιμοποιηθούν το Nemaguard, το S-37, το GF305 κ.ά., χωρίς ωστόσο να έχουν καλύτερα αποτελέσματα από τα σπορόφυτα ροδακινιάς. Σπάνια, χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα σπορόφυτα βερικοκιάς και αμυγδαλιάς, με πολλά όμως προβλήματα.

Κλωνικά υποκείμενα

ΒΑΘΜΟΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΡΟΔΑΚΙΝΙΑΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΑΘΟΓΟΝΑ
To GF677 είναι κλωνικό υποκείμενο από τυχαία διασταύρωση αμυγδαλιάς με ροδακινιά (αμυγδαλοροδάκινο) που επισυνέβη στη φύση και αποτελεί το πιο διαδεδομένο υποκείμενο για τη ροδακινιά. Έχει καλή συγγένεια με όλες τις ποικιλίες ροδακινιάς και νεκταρινιάς. Παρουσιάζει αντοχή στην ξηρασία και στο ασβέστιο (μέχρι 12% ενεργού ασβεστίου ή 25% ανθρακικού ασβεστίου) του εδάφους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε αλκαλικά εδάφη, αντιμετωπίζοντας, έτσι, το πρόβλημα της χλώρωσης του σιδήρου που παρουσιάζει η καλλιέργεια της ροδακινιάς, λόγω υψηλής περιεκτικότητας του εδάφους σε ασβέστιο.
Σημαντικό, επίσης, πλεονέκτημα του υποκειμένου είναι και το γεγονός ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για επαναφυτεύσεις, σε εδάφη που ήταν προηγουμένως φυτεμένα με ροδακινιές. Το GF677 επιτρέπει, επίσης, την καλλιέργεια ροδακινιάς και νεκταρινιάς σε χαμηλότερης γονιμότητας εδάφη. Δίνει πολύ παραγωγικά δέντρα.
Μειονεκτεί επειδή δίνει δέντρα ζωηρής ανάπτυξης, περίπου 15% ζωηρότερα από τα σπορόφυτα ροδακινιάς. Γι’ αυτό δεν είναι πολύ κατάλληλο για ζωηρές ποικιλίες και γόνιμα εδάφη. Επίσης, μπορεί να καθυστερήσει την ωρίμανση κατά μερικές ημέρες. Δεν αντέχει την υψηλή εδαφική υγρασία η οποία προκαλεί ασφυξία στο ριζικό σύστημα.
Το Saint Julien GF655/2 είναι υποκείμενο δαμασκηνιάς και προήλθε από ελεύθερη γονιμοποίηση της ποικιλίας Saint Julien. Το Saint Julien GF655/2 προκαλεί νανισμό από 30% έως 40% στις ποικιλίες που είναι εμβολιασμένες σε αυτό και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πυκνές φυτεύσεις. Επειδή το ριζικό του σύστημα είναι επιπόλαιο και μικρής ανάπτυξης, απαιτεί υποστύλωση. Έχει καλή συγγένεια με τις ποικιλίες ροδακινιάς και νεκταρινιάς. Ορισμένες ποικιλίες εμβολιασμένες σε αυτό παράγουν μικρότερους καρπούς, γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται η χρήση του σε μικρόκαρπες ποικιλίες. Είναι ανθεκτικό στην υψηλή εδαφική υγρασία και κρίνεται κατάλληλο για βαριά εδάφη, αντέχει και στην ξηρασία, αλλά προτιμά τα γόνιμα εδάφη. Είναι ευπαθές σε αλκαλικά και ασβεστούχα εδάφη (ανέχεται pH μέχρι 7,5-8). Είναι ευπαθές στις επαναφυτεύσεις και παράγει λίγες παραφυάδες.
Το υποκείμενο με την ονομασία Ι.Δ.S 37 επιλέχθηκε από πληθυσμό σπορόφυτων S 37. Δίνει ζωηρά φυτά και ως εκ τούτου πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάστασή του σε γόνιμα εδάφη, καθώς και η χρήση του σε ζωηρές ποικιλίες. Αντέχει τα συνεκτικά εδάφη, και η αντοχή του στη χλώρωση του σιδήρου, λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων ανθρακικού ασβεστίου στο έδαφος, είναι μικρότερη από τα σπορόφυτα ροδακινιάς που προέρχονται από σπόρους άγριας ροδακινιάς. Μεγάλο του μειονέκτημα είναι η ευπάθειά του στις ασθένειες επαναφυτεύσεων. Είναι πολύ παραγωγικό και πρωιμίζει την ωρίμανση των καρπών κατά 2-3 ημέρες.
Το υποκείμενο Cadaman είναι Ουγγρο-Γαλλική επιλογή με πολύ καλή συμβατότητα με όλες τις ποικιλίες ροδακινιάς, νεκταρινιάς και αμυγδαλιάς. Είναι ζωηρό υποκείμενο, ίδιο περίπου με το GF677, αλλά με την αύξηση της ηλικίας του, η ζωηρότητα μειώνεται. Παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στην εδαφική υγρασία, σε σχέση με το GF677. Είναι ανθεκτικό στους νηματώδεις και ιδανικό για ζεστά και αμμώδη εδάφη.

Πολλαπλασιασμός βερικοκιάς

Σπορόφυτα βερικοκιάς: Είναι το πιο ευρέως διαδεδομένο υποκείμενο βερικοκιάς και αυτό που συνήθως χρησιμοποιείται στη χώρα μας. Δίνει ζωηρά δέντρα που καθυστερούν να εισέλθουν στην καρποφορία. Προσαρμόζεται εύκολα σε ξηρά και ελαφριά εδάφη, καθώς και σε εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα ασβεστίου. Δεν ανέχεται τα υγρά εδάφη με κακό αερισμό και σε αυτά, εύκολα, οι ρίζες παθαίνουν βλάβη. Παρουσιάζει συμβατότητα με όλες τις ποικιλίες βερικοκιάς. Είναι ανθεκτικό στους νηματώδεις και στον καρκίνο των ριζών.

Σπορόφυτα ροδακινιάς: Η χρήση του υποκειμένου αυτού συνιστάται σε ελαφρά, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη και πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάστασή του σε υγρά εδάφη. Δεν επιτρέπεται η χρήση του σε εδάφη όπου προϋπήρχε ροδακινιά λόγω της ευαισθησίας που παρουσιάζει στην επαναφύτευση. Επίσης, δεν αντέχει τα ασβεστούχα εδάφη. Βερικοκιές εμβολιασμένες σε σπορόφυτα ροδακινιάς σε εδάφη με υψηλή συγκέντρωση ασβεστίου παρουσιάζουν τυπική χλώρωση στα φύλλα. Παρουσιάζει προβλήματα ασυμφωνίας και συχνά σπάζει στο σημείο εμβολιασμού. Είναι ευαίσθητο στη σηψιρριζία, στη φυτόφθορα, στον καρκίνο των ριζών, στο βακτηριακό έλκος και στο βερτιτσίλλιο. Βερικοκιές εμβολιασμένες σε ροδακινιές εισέρχονται πιο γρήγορα σε καρποφορία.

Σπορόφυτα μυροβαλάνου: Είναι ευρείας προσαρμοστικότητας και ως υποκείμενο στη βερικοκιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βαριά εδάφη. Βασικό μειονέκτημα του υποκειμένου αυτού είναι ότι ως υποκείμενο βερικοκιάς παρουσιάζει ασυμφωνία με αρκετές ποικιλίες. Δίνει ζωηρά δέντρα που εισέρχονται νωρίς σε καρποφορία.

Κλωνικά υποκείμενα Marianna 2624: Ως υποκείμενο προσαρμόζεται σε πολλούς τύπους εδαφών και παρουσιάζει αντοχή σε βαριά και υγρά εδάφη. Δίνει ζωηρής ανάπτυξης φυτά και προκαλεί αύξηση του μεγέθους του καρπού. Αντέχει σε υψηλή συγκέντρωση αλάτων στο έδαφος. Είναι ανθεκτικό στους νηματώδεις Meloidogyne, μέτρια ανθεκτικό στη σηψιρριζία, στο βερτιτσίλλιο και στον καρκίνο των ριζών και ευαίσθητο στο βακτηριακό έλκος. Παρουσιάζει ασυμφωνία αλλά σε μικρότερο βαθμό από τα σπορόφυτα μυροβαλάνου. Citation: Είναι υβρίδιο ροδακινιάς και δαμασκηνιάς. Αντέχει σε συνθήκες υγρασίας και έχει καλή συμφωνία με τη βερικοκιά. Το δέντρο μπαίνει γρήγορα στην καρποφορία και προκαλεί αύξηση του μεγέθους του καρπού και της συγκέντρωσης των σακχάρων. Αντέχει στους νηματώδεις, είναι όμως ευαίσθητο στη φυτόφθορα, στον καρκίνο των ριζών και στις ιώσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου